-
1 αυστηρός
-
2 αὐστηρός
-
3 αὐστηρός
αὐστηρός, ά, όν (αὖος [αὗος Att.] ‘dry, stale’; αὕω ‘be’ or ‘become dry’; Hippocr., Pla. et al.; ins, pap, TestAbr A 19 p. 101, 4 [Stone p. 50]; Philo) adj. pert. to being strict in requirement, punctilious, strict, used esp. of pers. who practice rigid personal discipline or are strict in the supervision of others (Polyb. 4, 20, 7 of pers. who maintain a very severe life-style; sim. Plut., Mor. 300d; Vett. Val. 75, 11; Diog. L. 7, 26 opp. of the condition expressed by the verb διαχέω ‘be relaxed’; 117 applied to pers. who are like wine that is used medicinally; PTebt 315, 19 [II A.D.] of a ‘punctilious’ govt. finance inspector ὁ γὰρ ἄνθρωπος λείαν ἐστὶν αὐστηρός; grave ins ZNW 22, 1923, 280 αὐ. παράκοιτις; 2 Macc 14:30) Lk 19:21f (imagery of a tough, uncompromising, punctilious financier).—DELG s.v. αὗος. M-M. -
4 αὐστηρός
αὐστηρός ( αὔω), die Zunge trocken u. rauh machend, sauer, herb, bes. vom Weine, Ggstz γλυκάζων Ath. I, 20 c; vgl. Arist. probl. 3, 13; vom Wasser, Plat. Phil. 61 c; τράπεζα αὐστηρὰ καὶ λιτή, schlechte u. geringe Kost, Plut. cup. div. 5; übertr., finster, mürrisch, streng, ποιητὴς αὐστηρότερος καὶ ἀηδέστερος Plat. Rep. III, 398 a; αὐστηρότατοι τοῖς βίοις Pol. 4, 20; αὐ στηρόν τι ἔχει ἡ πραγματεία 9, 1.
-
5 αυστηρος
-
6 αὐστηρός
A harsh, rough, bitter, , cf. Ti. 65d; οἶνος αὐ., opp. γλυκύς, Hp.Acut.52, Fract.29, Arist.Pr. 872b35, 934a34; ; of country, rugged, (i B.C.): metaph., harsh, crabbed, ([comp] Comp.); severe, unadorned,ἡ πραγματεία ἔχει αὐ. τι Plb.9.1.2
, cf. D.H.Dem. 47;γυμνάδος αὐστηρὸν.. πόνον
severe,Epigr.Gr.
201. Adv.-ρῶς, κατεσκευάσθαι D.H.Dem.43
.b in moral sense, rigorous, austere, Arist.EE 1240a2;τοῖς βίοις Plb.4.20.7
([comp] Sup.), cf. Phld.Hom.p.23 O. ([comp] Comp.);αὐ. καὶ αὐθάδης D.H.6.27
, cf. Stoic.3.162, Vett. Val.75.11; strict, exacting, Ev.Luc.19.21, PTeb.315.19 (ii A. D.); αὐστηρότερον, τό, excessive rigour, BGU140.18 (ii A. D.). Adv.- ρῶς Satyr.
Vit.Eur. Fr. 39 iv 19: [comp] Comp. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐστηρός
-
7 αὐστηρός
αὐστηρός, die Zunge trocken u. rauh machend, sauer, herb, bes. vom Weine; vom Wasser; übertr., finster, mürrisch -
8 αὐστηρός
{прил., 2}суровый, строгий, резкий, жесткий.Синонимы: 4642 ( σκληρός) говорит о бесчеловечности, жестокости характера, а 840 ( αὐστηρός) говорит о строгости или суровости в общем.Ссылки: Лк. 19:21, 22.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αὐστηρός
-
9 αυστηρός
{прил., 2}суровый, строгий, резкий, жесткий.Синонимы: 4642 ( σκληρός) говорит о бесчеловечности, жестокости характера, а 840 ( αὐστηρός) говорит о строгости или суровости в общем.Ссылки: Лк. 19:21, 22.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αυστηρός
-
10 αὐστηρός
суровый, строгий, резкий, жесткий; син. σκληρός; σκληρός говорит о бесчеловечности, жестокости характера, а αὐστηρός говорит о строгости или суровости в общем.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐστηρός
-
11 αὐστηρὸς
жестокийαὐστηρόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐστηρὸς
-
12 αὐστηρός
жестокийαὐστηρὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐστηρός
-
13 αὐστηρός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αὐστηρός
-
14 αυστηρός
-
15 αυστηρός
-
16 αὐστηρός
-ά,-όν + A 0-0-0-0-1=1 2 Mc 14,30harsh, rough, bitter -
17 αυστηρός
[афстирос] επ строгий, суровый. -
18 αυστηρός
katı, sıkı, sert -
19 αυστηρός
1) sévère2) strict -
20 αυστηρός
1) dokładny przym.2) ostry przym.3) poważny przym.4) srogi przym.5) surowy przym.6) twardy przym.
См. также в других словарях:
αὐστηρός — harsh masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυστηρός — ή, ό (AM αὐστηρός, ά, όν) 1. σκληρός, τραχύς, ανεπιεικής 2. σοβαρός, αξιοπρεπής, εγκρατής 3. (για ύφος κειμένων) λιτός, απέριττος, χωρίς στολίδια 4. (για τη γεύση) πικρός, οξύς, στυφός νεοελλ. σκληρός, πιεστικός, επαχθής αρχ. 1. (μτφ. για… … Dictionary of Greek
αυστηρός — ή, ό επίρρ. ά 1. σκληρός, τραχύς, άγριος (αντίθ. επιεικής): Ήταν πάντα αυστηρός τηρητής του νόμου. 2. λιτός, εγκρατής, ολιγαρκής: Η ζωή του ήταν πολύ αυστηρή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐστηρά — αὐστηρός harsh neut nom/voc/acc pl αὐστηρά̱ , αὐστηρός harsh fem nom/voc/acc dual αὐστηρά̱ , αὐστηρός harsh fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότερον — αὐστηρός harsh adverbial comp αὐστηρός harsh masc acc comp sg αὐστηρός harsh neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηροτάτων — αὐστηρός harsh fem gen superl pl αὐστηρός harsh masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηροτέραις — αὐστηρός harsh fem dat comp pl αὐστηροτέρᾱͅς , αὐστηρός harsh fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηροτέρων — αὐστηρός harsh fem gen comp pl αὐστηρός harsh masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηροτέρως — αὐστηρός harsh adverbial comp αὐστηρός harsh masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρῶν — αὐστηρός harsh fem gen pl αὐστηρός harsh masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρόν — αὐστηρός harsh masc acc sg αὐστηρός harsh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)