-
1 αταλαίπωρος
-
2 ἀταλαίπωρος
-
3 αταλαιπωρος
-
4 ἀταλαίπωρος
ἀτᾰλαίπωρος, ον,A not painstaking,οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20
. Adv.-ρως, οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ ποίησις διέκειτο Ar.Fr. 254
;οὐκ ἀ. τινὰς χειροῦσθαι D.C.49.35
;ἀ. διάγειν Ph.1.18
;ἀ. ἀκούειν Simp.in Cael.143.16
.II of persons, not given to hard work, Hp.Aër.1; lazy,ἀνθρωπάρια Arr.Epict.1.29.55
.2 incapable of bearing fatigue, Prob. in Hp.Aër.21. Adv.- ρως
without incurring fatigue,Id.
Acut.33.III of stagnant water, sluggish, Ruf. ap. Orib.5.3.1:—also [suff] ἀτακτ-πώρητος, ον, Poll.4.28; easy, Sor.2.11. Adv.- τως Hsch.
s.v. ἀνοίκτως, Sch.E.Hec. 204.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀταλαίπωρος
-
5 ἀταλαίπωρος
ἀ-ταλαίπωρος, ἀ-ταλαιπώρητος, ohne Anstrengung, mühelos, nachlässig -
6 αταλαιπωρότερον
ἀταλαίπωροςnot painstaking: adverbial compἀταλαίπωροςnot painstaking: masc acc comp sgἀταλαίπωροςnot painstaking: neut nom /voc /acc comp sg -
7 ἀταλαιπωρότερον
ἀταλαίπωροςnot painstaking: adverbial compἀταλαίπωροςnot painstaking: masc acc comp sgἀταλαίπωροςnot painstaking: neut nom /voc /acc comp sg -
8 αταλαιπώρως
ἀταλαίπωροςnot painstaking: adverbialἀταλαίπωροςnot painstaking: masc /fem acc pl (doric) -
9 ἀταλαιπώρως
ἀταλαίπωροςnot painstaking: adverbialἀταλαίπωροςnot painstaking: masc /fem acc pl (doric) -
10 αταλαίπωρον
ἀταλαίπωροςnot painstaking: masc /fem acc sgἀταλαίπωροςnot painstaking: neut nom /voc /acc sg -
11 ἀταλαίπωρον
ἀταλαίπωροςnot painstaking: masc /fem acc sgἀταλαίπωροςnot painstaking: neut nom /voc /acc sg -
12 αταλαιπώροις
-
13 ἀταλαιπώροις
-
14 αταλαιπώρου
-
15 ἀταλαιπώρου
-
16 αταλαιπώρους
-
17 ἀταλαιπώρους
-
18 αταλαιπώρω
-
19 ἀταλαιπώρῳ
-
20 αταλαιπώρων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αταλαίπωρος — ἀταλαίπωρος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται χωρίς να καταβληθεί πολύς κόπος («οὕτως ἀταλαίπωρος τοῑς πολλοῑς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας», Θουκ.) 2. ο ανίκανος να υποφέρει ταλαιπωρίες και κόπους … Dictionary of Greek
ἀταλαίπωρος — not painstaking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλαιπωρότερον — ἀταλαίπωρος not painstaking adverbial comp ἀταλαίπωρος not painstaking masc acc comp sg ἀταλαίπωρος not painstaking neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλαιπώρως — ἀταλαίπωρος not painstaking adverbial ἀταλαίπωρος not painstaking masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλαίπωρον — ἀταλαίπωρος not painstaking masc/fem acc sg ἀταλαίπωρος not painstaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλαιπώροις — ἀταλαίπωρος not painstaking masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλαιπώρου — ἀταλαίπωρος not painstaking masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλαιπώρους — ἀταλαίπωρος not painstaking masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλαιπώρων — ἀταλαίπωρος not painstaking masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλαιπώρῳ — ἀταλαίπωρος not painstaking masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλαίπωρα — ἀταλαίπωρος not painstaking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)