Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀτᾰλαίπωρος

См. также в других словарях:

  • αταλαίπωρος — ἀταλαίπωρος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται χωρίς να καταβληθεί πολύς κόπος («οὕτως ἀταλαίπωρος τοῑς πολλοῑς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας», Θουκ.) 2. ο ανίκανος να υποφέρει ταλαιπωρίες και κόπους …   Dictionary of Greek

  • ἀταλαίπωρος — not painstaking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλαιπωρότερον — ἀταλαίπωρος not painstaking adverbial comp ἀταλαίπωρος not painstaking masc acc comp sg ἀταλαίπωρος not painstaking neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλαιπώρως — ἀταλαίπωρος not painstaking adverbial ἀταλαίπωρος not painstaking masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλαίπωρον — ἀταλαίπωρος not painstaking masc/fem acc sg ἀταλαίπωρος not painstaking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλαιπώροις — ἀταλαίπωρος not painstaking masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλαιπώρου — ἀταλαίπωρος not painstaking masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλαιπώρους — ἀταλαίπωρος not painstaking masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλαιπώρων — ἀταλαίπωρος not painstaking masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλαιπώρῳ — ἀταλαίπωρος not painstaking masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλαίπωρα — ἀταλαίπωρος not painstaking neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»