-
1 ανθρωπάρια
-
2 ἀνθρωπάρια
-
3 ἀταλαίπωρος
ἀτᾰλαίπωρος, ον,A not painstaking,οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20
. Adv.-ρως, οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ ποίησις διέκειτο Ar.Fr. 254
;οὐκ ἀ. τινὰς χειροῦσθαι D.C.49.35
;ἀ. διάγειν Ph.1.18
;ἀ. ἀκούειν Simp.in Cael.143.16
.II of persons, not given to hard work, Hp.Aër.1; lazy,ἀνθρωπάρια Arr.Epict.1.29.55
.2 incapable of bearing fatigue, Prob. in Hp.Aër.21. Adv.- ρως
without incurring fatigue,Id.
Acut.33.III of stagnant water, sluggish, Ruf. ap. Orib.5.3.1:—also [suff] ἀτακτ-πώρητος, ον, Poll.4.28; easy, Sor.2.11. Adv.- τως Hsch.
s.v. ἀνοίκτως, Sch.E.Hec. 204.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀταλαίπωρος
-
4 ἄκαρτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκαρτος
См. также в других словарях:
ἀνθρωπάρια — ἀνθρωπάριον manikin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek