Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀτυχίη

См. также в других словарях:

  • ἀτυχίη — ἀτυχία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάμμαχος — ή παμμάχος, ον (Α) 1. έτοιμος ή ικανός για κάθε είδους μάχη, αυτός που μπορεί να αντεπεξέλθει σε κάθε μάχη 2. παγκρατιαστής που αγωνίζεται σε κάθε είδους αγώνα 3. αυτός που χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να νικήσει («οὐ φαῡλος ἀλλὰ παμμάχος ἀγὼν ὁ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»