-
1 ατυχίη
-
2 ἀτυχίη
-
3 πάμμαχος
πάμμᾰχ-ος, ον,A ready or sufficient for every battle, (lyr.); epith. of Athena, Ar.Lys. 1321; esp. = παγκρατιαστής, fighting by all means, with all one's resources, Pl.Euthd. 271c, Theoc. 24.114, APl.4.52 (Phil.), D.Chr.8.19;τοὺς πέντε προεκαλεσάμην πάμμαχα Sammelb.6222.22
(iii A. D.); so εἰς τὸ πάμμαχον ib.26;ὁ παμμάχων κεραυνός AP7.692
(Antip. or Phil.): metaph., οὐ φαῦλος ἀλλὰ π. ἀγὼν ὁ τῆς πολιτείας calling for all resources, Plu.2.804b; also π: ἀτυχίη incompetence ready for anything, Hp.Praec.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάμμαχος
См. также в других словарях:
ἀτυχίη — ἀτυχία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμμαχος — ή παμμάχος, ον (Α) 1. έτοιμος ή ικανός για κάθε είδους μάχη, αυτός που μπορεί να αντεπεξέλθει σε κάθε μάχη 2. παγκρατιαστής που αγωνίζεται σε κάθε είδους αγώνα 3. αυτός που χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να νικήσει («οὐ φαῡλος ἀλλὰ παμμάχος ἀγὼν ὁ… … Dictionary of Greek