-
1 ατταραγος
См. также в других словарях:
αττάραγος — ἀττάραγος και χος, ο (Α) 1. ψίχουλο ψωμιού 2. κάτι το εξαιρετικά ασήμαντο … Dictionary of Greek
ἀττάραγος — crumb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταράγους — ἀττάραγος crumb masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταράγων — ἀττάραγος crumb masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττάραγοι — ἀττάραγος crumb masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττάραγον — ἀττάραγος crumb masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)