-
1 ατταγην
-
2 ατταγήν
-
3 ἀτταγήν
-
4 ἀτταγήν
ἀτταγήν, ῆνος, ὁ, dasselbe, com. Ath. XIV, 652 d; Arist. H. A. 10, 36, von Atticisten verworfen.
-
5 ἀτταγήν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτταγήν
-
6 ἀτταγήν
ἀτταγᾶς, ἀτταγήν, ἀτταγής, ein Wiesenvogel, wahrscheinlich Haselhuhn -
7 ἀτταγᾶς
ἀτταγᾶς, -ᾱGrammatical information: m.Derivatives: ἀτταγηνάριον (Gramm.), ταγηνάριον (Suid.); ταγήν = ἀτταγήν (Suid.). Fish name ἀτταγῖνος (Dorio ap. Ath., ms. - εινός), after the colour? (Strömberg Fischnamen 120, but s. Lacroix, Ant, Class. 6, 1937, 295).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: On the formation Schwyzer 461 and 487, Chantr. Form. 31 and 167; Björck Alpha impurum 63 und 272; Strömberg Wortstudien 45; also Hubschmid, Thesaurus 2, 119. - Unexplained; Ael. N. A. 4, 42 calls it onomatopoetic, after the cry. It could be a substr. word (suffix - ην). - Cf. ἀτταβυγάς εἶδος ὀρνέου H..Page in Frisk: 1,182Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀτταγᾶς
-
8 ταγηνάριον
ταγηνάριον, τό, dim. von ἀτταγήν, Lexic. de spirit. p. 212.
-
9 ἀτταγινάριον
ἀτταγινάριον, τό, richtiger ἀτταγηνάριον, dim. von ἀτταγήν, poet. bei B. A. 1186.
-
10 ατταγήνα
-
11 ἀτταγῆνα
-
12 ατταγήνας
-
13 ἀτταγῆνας
-
14 ατταγήνες
-
15 ἀτταγῆνες
-
16 ατταγήνι
-
17 ἀτταγῆνι
-
18 ατταγήνος
-
19 ἀτταγῆνος
-
20 ατταγήσι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀτταγήν — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆνα — ἀτταγήν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆνας — ἀτταγήν masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆνες — ἀτταγήν masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆνι — ἀτταγήν masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆνος — ἀτταγήν masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆσι — ἀτταγήν masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγήνων — ἀτταγήν masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατταγάς — ἀτταγᾱς και ἀτταγήν ( ῆνος), ο (Α) 1. ονομασία διαφόρων τύπων πέρδικας 2. η πέρδικα ως φαγητό ορεκτικό 3. Ἀτταγᾱς Θεσσαλός διαβόητος για τη φαυλότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., που δημιουργήθηκε από τον… … Dictionary of Greek
ταγήν — Μ 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄνομα ὀρνέου» 2. (κατά τον Ζωναρ.) «κόσκινον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀτταγήν «ονομασία διαφόρων ειδών πέρδικας» με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek
ταγηνάριον — τὸ, Μ ἀτταγηνάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀτταγηνάριον, υποκορ. τού ἀτταγήν με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek