Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
ἀτταγήν
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ἀτταγήν — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆνα — ἀτταγήν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆνας — ἀτταγήν masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆνες — ἀτταγήν masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆνι — ἀτταγήν masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆνος — ἀτταγήν masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆσι — ἀτταγήν masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγήνων — ἀτταγήν masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατταγάς — ἀτταγᾱς και ἀτταγήν ( ῆνος), ο (Α) 1. ονομασία διαφόρων τύπων πέρδικας 2. η πέρδικα ως φαγητό ορεκτικό 3. Ἀτταγᾱς Θεσσαλός διαβόητος για τη φαυλότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., που δημιουργήθηκε από τον… … Dictionary of Greek
ταγήν — Μ 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄνομα ὀρνέου» 2. (κατά τον Ζωναρ.) «κόσκινον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀτταγήν «ονομασία διαφόρων ειδών πέρδικας» με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek
ταγηνάριον — τὸ, Μ ἀτταγηνάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀτταγηνάριον, υποκορ. τού ἀτταγήν με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek