Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀτρακίς

См. также в других словарях:

  • ἀτρακίς — spinous plant fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτρακίδα — ἀτρακίς spinous plant fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατρακίδα — η (Α ἀτρακίς) ονομασία ακανθώδους φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άτρακτος, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος κτ , πιθ. ανομοιωτική (πρβλ. άρκος < άρκτος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»