-
1 ἀτράφαξις
-
2 ἀτράφαξις
-
3 ἀδράφαξυς
ἀδράφαξυς, υος, ἡ, ein Gartengewächs, Spinat, Phereer. B. A. 345; Sp. ἀνδράφαξυς, s. ἀτράφαξις.
-
4 ἀτράφαξυς
A orach, Atriplex rosea, Hp.Vict.2.54, Thphr.HP7.1.2,al., Dsc.2.119, Gal.6.633. (The correct form is implied by the compoundψευδ-ατράφαξυς Ar.Eq. 630
, cf.EM565.17; other spellings are [full] ἀδράφαξυς (ἁδρ- Eust.539.5
) Thphr.l.c., [full] ἀνδράφαξυς Dsc. l.c., Hp. l.c., [full] ἀτράφαξις v.l. Dsc. l.c., Gal.11.843, cf. Hdn.Gr.1.539, 2.49,467.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτράφαξυς
-
5 ἀτράφαξυς
ἀτράφαξυς, - υοςGrammatical information: f.Other forms: ἀδράφαξυς ( ἁδρ-), ἀνδράφαξυς, ἀτράφαξις, cf. Hdn. Gr. 1, 539; 2, 49; 467 and Strömberg Pflanz. 160.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. Generally considered a loan. Clearly a substr. word, as the variants δ\/τ, prenasal., (and perh. υ\/ι) are typical for these words; folk etymology (after ἁδρός, ἀνήρ) is unconvincing. Fur. 179 etc. - Lat. atriplex is a loan from Greek rather than a parallel loan.Page in Frisk: 1,181Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀτράφαξυς
См. также в других словарях:
ατράφαξις — η [Α ἀτράφαξις και ξυς, ( έως)] το φαρμακευτικό φυτό ατράφαξις η κηπαία ή η ροδόχρους, το χρυσολάχανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ. Ο λατ. τ. atriplex είναι δάνειο από την Ελληνική ή από μία μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα] … Dictionary of Greek
βλίτο — Μονοετής πόα της οικογένειας των αμαραντιδών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία αμάραντο το β.Το ύψος του φτάνει τα 30 έως 70 εκ. Έχει βλαστό διακλαδισμένο, φύλλα μακρόμισχα, ωοειδή ή ρομβοειδή, ακέραια, πράσινα, συχνά με ωχρές κηλίδες. Τα άνθη … Dictionary of Greek
ψευδατράφαξυς — άξυος, και ψευδατράφαξις, άξεως, ἡ, Α (στον Αριστοφ.) (ως κωμική ονομασία φυτού) ψεύτικη ατράφαξις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἀτράφαξυς «είδος λαχανικού»] … Dictionary of Greek
ωχεί — Α (κατά τον Διοσκ.) «ἀτράφαξις, οἱ δὲ χρυσολάχανον... Αἰγύπτιοι ὠχεῑ» … Dictionary of Greek