-
1 αταρακτως
-
2 αταράκτως
-
3 ἀταράκτως
-
4 αταραχως
См. также в других словарях:
ἀταράκτως — ἀτάρακτος not disturbed adverbial ἀτάρακτος not disturbed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)