Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀτέλεα

См. также в других словарях:

  • ἀτελέα — ἀτελέᾱ , ἀτέλεα incompleteness fem nom/voc/acc dual ἀτελής without end neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀτελής without end masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελέας — ἀτελέᾱς , ἀτέλεα incompleteness fem acc pl ἀτελέᾱς , ἀτέλεα incompleteness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀτελής without end masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»