-
1 ασύναπτος
-
2 ἀσύναπτος
-
3 ασυναπτος
-
4 ασύναπτος
ος, ον1) см. ασύνδετος 2; 2) незаключённый (о соглашении и т. п.) -
5 ἀσύναπτος
ἀσύν-απτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσύναπτος
-
6 ἀσύναπτος
ἀ-σύν-απτος, unverknüpft, unvereinbar -
7 ασυνάπτως
-
8 ἀσυνάπτως
-
9 ασύναπτον
-
10 ἀσύναπτον
-
11 ασυνάπτω
-
12 ἀσυνάπτῳ
-
13 ασυνάπτων
-
14 ἀσυνάπτων
-
15 ασύναπτα
-
16 ἀσύναπτα
-
17 ασύναπτε
-
18 ἀσύναπτε
-
19 ασύναπτοι
-
20 ἀσύναπτοι
См. также в других словарях:
ἀσύναπτος — not joined masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύναπτος — η, ο (Α ἀσύναπτος, ον) αυτός που δεν συνάπτεται με κάποιον άλλον, ασύνδετος νεοελλ. εκείνος που δεν έχει συνομολογηθεί ή συμφωνηθεί … Dictionary of Greek
ἀσυνάπτως — ἀσύναπτος not joined adverbial ἀσύναπτος not joined masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύναπτον — ἀσύναπτος not joined masc/fem acc sg ἀσύναπτος not joined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνάπτων — ἀσύναπτος not joined masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνάπτῳ — ἀσύναπτος not joined masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύναπτα — ἀσύναπτος not joined neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύναπτε — ἀσύναπτος not joined masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύναπτοι — ἀσύναπτος not joined masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυναφής — ἀσυναφής, ές (AM) [συναφής < συνάπτω] ο ἀσύναπτος … Dictionary of Greek