-
1 ασύναπτε
-
2 ἀσύναπτε
См. также в других словарях:
ἀσύναπτε — ἀσύναπτος not joined masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ασύναπτε
2 ἀσύναπτε
ἀσύναπτε — ἀσύναπτος not joined masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)