-
1 ασέβημα
-
2 ἀσέβημα
-
3 ασεβημα
-
4 ασέβημα
τό1) нечестивый поступок; святотатство; 2) см. ασέβεια 2 -
5 ἀσέβημα
-ατος ὁ N 3 2-0-0-2-0=4 Lv 18,17; Dt 9,27; Lam 1,14; 4,22impious or profane act, sin -
6 ἀσέβημα
A impious or profane act, sacrilege, opp. ἀδίκημα, Antipho 2.1.3, Th.6.27, D.21.104;τὰ περὶ τοὺς θεοὺς ἀσεβήματα Id.16.130
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσέβημα
-
7 ἀσέβημα
ἀ-σέβημα, Freveltat, gottlose Tat -
8 ασεβησις
-
9 ασέβημ'
ἀσέβημα, ἀσέβημαimpious: neut nom /voc /acc sgἀ̱σέβημαι, ἀσεβέωto be impious: perf ind mp 1st sg (doric aeolic) -
10 ἀσέβημ'
ἀσέβημα, ἀσέβημαimpious: neut nom /voc /acc sgἀ̱σέβημαι, ἀσεβέωto be impious: perf ind mp 1st sg (doric aeolic) -
11 τασέβημα
-
12 τἀσέβημα
-
13 ασεβεω
1) быть нечестивым, кощунствовать(εἰς τὸν θεόν Eur.; περι τὰ ἱρά и ἐς τὸν νηόν Her.; πρὸς τὰ θεῖα Xen.; περὴ τὼ θεώ Plut.; λόγοις καὴ ἔργοις Plat.)
2) кощунственно оскорблять(θεόν Aesch., Plut., Diod.)
τὰ ἠσεβημένα ἱερά Plut. — поруганные святыни, но τὰ ἠσεβημένα Lys., Aesch. нечестивые поступки:ἀ. ἀσέβημα Plat. — совершать нечестивый поступок -
14 ασεβημάτων
-
15 ἀσεβημάτων
-
16 ασεβήμασι
-
17 ἀσεβήμασι
-
18 ασεβήμασιν
-
19 ἀσεβήμασιν
-
20 ασεβήματα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ασέβημα — ἀσέβημα, το (Α) [ασεβώ] η ασεβής, η ιερόσυλη πράξη («τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς ἀσεβήματα») … Dictionary of Greek
ἀσέβημα — impious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀσέβημα — ἀσέβημα , ἀσέβημα impious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσέβημ' — ἀσέβημα , ἀσέβημα impious neut nom/voc/acc sg ἀ̱σέβημαι , ἀσεβέω to be impious perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσεβημάτων — ἀσέβημα impious neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσεβήμασι — ἀσέβημα impious neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσεβήμασιν — ἀσέβημα impious neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσεβήματα — ἀσέβημα impious neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσεβήματι — ἀσέβημα impious neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσεβήματος — ἀσέβημα impious neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσσέβημα — δυσσέβημα, το (Α) ασέβημα … Dictionary of Greek