Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀσάμινθος

См. также в других словарях:

  • ασάμινθος — ἀσάμινθος, η (Α) 1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας 2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί… …   Dictionary of Greek

  • ἀσάμινθος — bathing tub fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαμίνθοις — ἀσάμινθος bathing tub fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαμίνθου — ἀσάμινθος bathing tub fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαμίνθους — ἀσάμινθος bathing tub fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαμίνθων — ἀσάμινθος bathing tub fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαμίνθῳ — ἀσάμινθος bathing tub fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσάμινθοι — ἀσάμινθος bathing tub fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσάμινθον — ἀσάμινθος bathing tub fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άψινθος — η (Α ἄψινθος) φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο νθ , το οποίο χαρακτηρίζει… …   Dictionary of Greek

  • βαλανείον — βαλανεῑον, το (AM) και βαλάνειον και νιόν, το (Μ) λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαλανεύς, βαλανείον είναι λέξεις της αττικής κυρίως διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται πριν από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»