-
1 ασάμινθος
-
2 ἀσάμινθος
-
3 ἀσάμινθος
A bathing-tub, ἔς ῥ' ἀσάμινθον ἕσασα having made sit in it, Od.10.361;ἔκ ῥ' ἀ. βῆ 3.468
;ἔς ῥ' ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας Il.10.576
, al.;ἀργυρέας ἀ. Od.4.128
: rare in [dialect] Att., ἐξ ἀ. κύλικος λείβων from a cup as large as a bath, Cratin.234; later, Artem.1.56, PStrassb.29.37 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσάμινθος
-
4 ἀσάμινθος
ἀσάμινθος: bath-tub.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀσάμινθος
-
5 ἀσάμινθος
Grammatical information: f.Meaning: `bath-tub' (Il.).Dialectal forms: Myc. asamito \/ asaminthos\/Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Substr. word with νθ-suffix, as in PlN Κόρινθος, ῎Ολυνθος etc.. (Chantr. Form. 371). - Gaerte PhW 1922, 888 and v. Blumenthal IF 48, 50 point to Sumer. asam, Akk. assammu(m), ansammum `earthenware vase for water'. Cf. further Alessio Stud. italfilclass. N. S. 20, 121ff.; Kretschmer Glotta 20, 25l; 22, 253. Improb. speculations Szemerényi, Gnomon 43, 1971, 657.Page in Frisk: 1,160Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀσάμινθος
-
6 ασαμίνθοις
-
7 ἀσαμίνθοις
-
8 ασαμίνθου
-
9 ἀσαμίνθου
-
10 ασαμίνθους
-
11 ἀσαμίνθους
-
12 ασαμίνθω
-
13 ἀσαμίνθῳ
-
14 ασαμίνθων
-
15 ἀσαμίνθων
-
16 ασάμινθοι
-
17 ἀσάμινθοι
-
18 ασάμινθον
-
19 ἀσάμινθον
-
20 βαλανεῖον
Grammatical information: n.Meaning: `warm bath, -room' (Ar.).Derivatives: βαλανεύς m. `bath-man' (Ar.) basis of deriv. (cf. κναφεῖον: κναφεύς etc..)? Also βαλανίτης (- είτης, s. Redard, Noms grecs en - της 12, 38) `bather' (Plb.). βαλανάριον n. (pap., inscr.) with the Lat. Suffix - ārium.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: An attempt to derive the word from βάλανος `acorn' as `stopper' in DELG; improbable. For bathing with warm water, which is prob. an Aegaean custom, we expect a Pre-Gr. word, like ἀσάμινθος. The structure of the word is typically Pre-Gr.: βαλ-αν- (with β-, - α-, - αν-). - From βαλανεῖον Lat. bal(i)neum.Page in Frisk: 1,212-213Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαλανεῖον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ασάμινθος — ἀσάμινθος, η (Α) 1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας 2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί… … Dictionary of Greek
ἀσάμινθος — bathing tub fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαμίνθοις — ἀσάμινθος bathing tub fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαμίνθου — ἀσάμινθος bathing tub fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαμίνθους — ἀσάμινθος bathing tub fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαμίνθων — ἀσάμινθος bathing tub fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαμίνθῳ — ἀσάμινθος bathing tub fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάμινθοι — ἀσάμινθος bathing tub fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάμινθον — ἀσάμινθος bathing tub fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άψινθος — η (Α ἄψινθος) φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο νθ , το οποίο χαρακτηρίζει… … Dictionary of Greek
βαλανείον — βαλανεῑον, το (AM) και βαλάνειον και νιόν, το (Μ) λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαλανεύς, βαλανείον είναι λέξεις της αττικής κυρίως διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται πριν από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι… … Dictionary of Greek