-
1 καματηρός
καματηρός, mühselig, beschwerlich; γῆρας H. h. Ven. 247; ἀυτμήν Ap. Rh. 2, 87; τοῖς μὲν καματηρὸν ἄρχειν Arist. mund. 6; σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Luc. salt. 34; – bei Her. 4, 135 dem ἀσϑενέστατοι entsprechend, krank, erschöpft; καματηροὶ καὶ πνευστιῶντες Arr. An. 5, 16, 2; σώματα, siech, D. Hal. 10, 53. – Adv. καματηρῶς, Poll. 3, 105.
-
2 ἰσχῡρός
ἰσχῡρός ( ἰσχύς), stark, kräftig, mächtig; ἰσχυρὰ Διὸς ἄλοχος Aesch. Suppl. 298, vgl. Pers. 302; ἀνήρ Soph. Phil. 933; πόλις Eur. Suppl. 447; Ar. Ach. 566; νόμος Her. 7, 102; gewaltig, heftig, groß, σιτοδηΐη 1, 22, ἀναγκαία 74, τιμωρίαι 4, 205, ῥεύματα 8, 12; τὸ ἰσχυρόν, die Stärke, 1, 76. 136; κατὰ τὸ ἰσχυρόν, mit Waffengewalt, 9, 2; μάχη Plat. Charm. 153 b, der ἰσχυρότατοι den ἀσϑενέστατοι gegenübersetzt, Rep. IV, 432 a (wie Xen. Cyr. 7, 5, 65); ἰσχυρὸν καὶ δειλόν Phaedr. 273 b; ἰσχ. γέλως Rep. III, 388 e; φιλία Phaedr. 233 c; ἐπιϑυμίαι Rep. VIII, 560 b; διαβολή VI, 489 d; ἵμερος Legg. IX, 870 a; χειμών Xen. An. 5, 8, 14; χωρία, durch Natur od. Kunst feste Plätze, Xen. An. 4, 6, 11. 5, 2, 7; πρὸς τοῖς ἰσχυροῖς Hell. 4, 6, 9; ἰσχυρὰν Εὔβοιαν ἐφ' ὑμᾶς ἔργῳ παρασκευάζων Aesch. 3, 89; χϑών, hart, Aesch. Pers. 310. – Adv. sehr, gewaltig; ἔϑνος μέγα ἰσχυρῶς Her. 4, 183; διώρυχες βαϑεῖαι ἰσχ. Xen. An. 1, 7, 15; ἥδεσϑαι Cyr. 8, 3, 44; ὀργίζεσϑαι An. 1, 5, 11; φυλάττειν 6, 1, 11; ἐπιτίϑεσϑαι 4, 1, 16; κολάζειν 2, 6, 9. Bei Folgdnn oft.
-
3 καματηρός
καματηρός, mühselig, beschwerlich; dem ἀσϑενέστατοι entsprechend: krank, erschöpft; σώματα, siech
См. также в других словарях:
ἀσθενέστατοι — ἀσθενής without strength masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)