-
1 ασχολουμένη
ἀσχολέωengage: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic)——————ἀσχολέωengage: pres part mp fem dat sg (attic epic) -
2 ἀσχολουμένη
Βλ. λ. ασχολουμένη -
3 ἀσχολουμένῃ
Βλ. λ. ασχολουμένη
См. также в других словарях:
ἀσχολουμένη — ἀσχολέω engage pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχολουμένῃ — ἀσχολέω engage pres part mp fem dat sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… … Dictionary of Greek
σφουγγαρίστρα — η, Ν 1. όργανο καθαρισμού τού πατώματος που μοιάζει με σκούπα 2. γυναίκα ασχολούμενη με το σφουγγάρισμα δαπέδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγαρίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουδαρίσ τρα)] … Dictionary of Greek