Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀσχολουμένη

См. также в других словарях:

  • ἀσχολουμένη — ἀσχολέω engage pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχολουμένῃ — ἀσχολέω engage pres part mp fem dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… …   Dictionary of Greek

  • σφουγγαρίστρα — η, Ν 1. όργανο καθαρισμού τού πατώματος που μοιάζει με σκούπα 2. γυναίκα ασχολούμενη με το σφουγγάρισμα δαπέδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγαρίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουδαρίσ τρα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»