-
1 ἀσφοδελός
ἀσφοδελός, Asphodelus hervorbringend; ἀσφοδελὸς λειμών, die Asphodelos-Wiese, in der Unterwelt; Hom. dreimal, κατ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα Versende Od. 11, 539. 573. 24, 13; H. Merc. 221.
-
2 ασφοδελός
-
3 ἀσφοδελός
-
4 ασφόδελος
-
5 ἀσφόδελος
-
6 ἀσφόδελος
ἀσφόδελος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσφόδελος
-
7 ἀσφοδελός
ἀσφοδελός, Asphodelus hervorbringend; ἀσφοδελὸς λειμών, die Asphodelos-Wiese, in der Unterwelt -
8 ἀσφόδελος
Grammatical information: m.Meaning: `asphodill, Asphodelus ramosa' (Hes.).Derivatives: ἀσφοδελός `grown with a.' (Od.; on the accent Schwyzer 420).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. Prob. substr. word (s. the variants). Fur. 288 compares σφονδύλ(ε)ιον, σπονδύλιον `Heracleum sphondylium'. Speculative Biraud, Actes du colloque: Les phytonymes grecs et latins, 35-46, who finds the suffix in στυφελός, ζάφελος, ῥάκελος etc.Page in Frisk: 1,175Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀσφόδελος
-
9 ἀσφόδελος
-
10 ἀσφοδελός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀσφοδελός
-
11 ἀσφόδελος
ἀσφόδελος, eine lilienartige Pflanze, deren kleine Wurzelknollen gegessen wurden; asphodelus ramosus -
12 ασφοδελος
I.adj. m асфоделевый(λειμών Hom., HH.)
II.ὁ бот. асфодель ( Asphodelus ramosus) Hes., Theocr., Arst., Plut. -
13 ασφόδελος
daffodilΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ασφόδελος
-
14 σφοδελος
-
15 ασφοδελόν
-
16 ἀσφοδελόν
-
17 δι-ανθής
-
18 μολόθουρος
μολόθουρος, ἡ, ein immer grüner (ἀείχλωρος, Euphorion bei Schol. Nic.) Strauch, Nic. Al. 147. Hesych. erklärt es durch ἀσφοδελός u. ὁλόσχοινος.
-
19 ασφοδίλι
το, ασφόδελος ο бот. асфодель -
20 ασφοδελού
См. также в других словарях:
ἀσφοδελός — ἀσφόδελος asphodel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφόδελος — asphodel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφοδελός — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… … Dictionary of Greek
ασφόδελος — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… … Dictionary of Greek
ασφόδελος — ο και ασφοδίλι, το φυτό που ανήκει στα λειρώδη, σπερδούκλι, το, ή σπέρδουκλας, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσφοδελόν — ἀσφόδελος asphodel masc/fem acc sg ἀσφόδελος asphodel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελοί — ἀσφόδελος asphodel masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελοῦ — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελούς — ἀσφόδελος asphodel masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελῶν — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελῷ — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)