Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σπονδύλιον

См. также в других словарях:

  • σπονδύλιον — τὸ, Α βλ. σφοντύλι …   Dictionary of Greek

  • σφονδύλιον — και σπονδύλιον, το, ΜΑ, και σφονδύλειον Α βλ. σφοντύλι …   Dictionary of Greek

  • σφοντύλι — το / σφονδύλιον, ΝΜΑ, και σπονδύλιον ΜΑ, και σφονδύλειον Α νεοελλ. 1. είδος πτηνού 2. φρ. «τού ρθε [ή τού φάνηκε] ο ουρανός σφοντύλι» ζαλίστηκε τόσο από δυνατό χτύπημα ή αναπάντεχο πάθημα που νόμισε ότι ο ουρανός γυρίζει σαν το σφοντύλι στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»