Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀσφάλαξ

См. также в других словарях:

  • ασφάλαξ — ἀσφάλαξ, ο (Α) ασπάλαξ* …   Dictionary of Greek

  • ἀσφάλαξ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλάκων — ἀσφάλαξ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφάλακα — ἀσφάλαξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφάλακες — ἀσφάλαξ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφάλακι — ἀσφάλαξ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφάλακος — ἀσφάλαξ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφάλαξι — ἀσφάλαξ masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπάλακας — ο (Α ἀσπάλαξ και σπάλαξ και ἀσφάλαξ και σφάλαξ) 1. ο τυφλοπόντικας 2. ο τυφλός (πρβλ. αρχ. παροιμ. «ἀσπάλακος τυφλότερος») νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που δεν είναι οξυδερκής, που δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του 2. το θηλαστικό σκίουρος ο κοινός, η… …   Dictionary of Greek

  • (s)p(h)el-1 —     (s)p(h)el 1     English meaning: to split, cut off, tear off; board     Deutsche Übersetzung: ‘spalten, abspalten, absplittern, abreißen”     Material: O.Ind. sphaṭati (Dhütup.) “reißt, springt auf”, sphaṭita “gesprungen, zerfetzt”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»