Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀσφάδαστος

См. также в других словарях:

  • ασφάδαστος — ἀσφάδαστος, ον (Α) [σφαδάζω] (κυρίως για ετοιμοθάνατους) αυτός που δεν έχει σπασμούς ή επιθανάτια αγωνία …   Dictionary of Greek

  • ἀσφάδαστος — without convulsion masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαδάστως — ἀσφάδαστος without convulsion adverbial ἀσφάδαστος without convulsion masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαδάστῳ — ἀσφάδαστος without convulsion masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασκάριστος — (I) η, ο (για γιδοπρόβατα) αυτός που δεν οδηγήθηκε στη βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκαρίζω «οδηγώ το κοπάδι σε βοσκή»]. (II) ἀσκάριστος, ον (Μ) ασφάδαστος*, χωρίς να σφαδάξει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκαρίζω «πηδώ, πάλλομαι, σκιρτώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»