-
1 ασφάδαστος
-
2 ἀσφάδαστος
-
3 ἀσφάδαστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσφάδαστος
-
4 ασφαδάστως
ἀσφάδαστοςwithout convulsion: adverbialἀσφάδαστοςwithout convulsion: masc /fem acc pl (doric) -
5 ἀσφαδάστως
ἀσφάδαστοςwithout convulsion: adverbialἀσφάδαστοςwithout convulsion: masc /fem acc pl (doric) -
6 ασφαδάστω
-
7 ἀσφαδάστῳ
См. также в других словарях:
ασφάδαστος — ἀσφάδαστος, ον (Α) [σφαδάζω] (κυρίως για ετοιμοθάνατους) αυτός που δεν έχει σπασμούς ή επιθανάτια αγωνία … Dictionary of Greek
ἀσφάδαστος — without convulsion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαδάστως — ἀσφάδαστος without convulsion adverbial ἀσφάδαστος without convulsion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαδάστῳ — ἀσφάδαστος without convulsion masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκάριστος — (I) η, ο (για γιδοπρόβατα) αυτός που δεν οδηγήθηκε στη βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκαρίζω «οδηγώ το κοπάδι σε βοσκή»]. (II) ἀσκάριστος, ον (Μ) ασφάδαστος*, χωρίς να σφαδάξει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκαρίζω «πηδώ, πάλλομαι, σκιρτώ»] … Dictionary of Greek