-
1 Peaceful
adj.Quiet: P, ἠρεμαῖος, ἀτρεμής.Without a struggle: V. ἀσφάδαστος.Unwarlike: P. and V. ἀπόλεμος (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Peaceful
-
2 Struggle
subs.Convulsion: P. and V. σπασμός, ὁ, P. σφαδασμός, ὁ (Plat.), V. σπαραγμός, ὁ.Agitation: P. ἀγωνία, ἡ.With a struggle, with difficulty: use adv., P. and V. μόλις, μόγις, Ar. and P. χαλεπῶς; see under Difficulty.Without a struggle ( without the necessity of fighting): P. ἀμαχεί, ἀκονιτί.——————v. trans.Contend: P. and V. ἀγωνίζεσθαι, μάχεσθαι, διαμάχεσθαι (Eur., Alc. 694), ἀθλεῖν, ἁμιλλᾶσθαι, V. ἐξαγωνίζεσθαι, ἐξαμιλλᾶσθαι.Use violence: P. and V. βιάζεσθαι.Exert oneself: P. and V. σπουδάζειν, τείνειν, ὁρμᾶσθαι, P. διατείνεσθαι, συντείνειν (or pass.), ἐντείνεσθαι, V. ἐντείνειν.Writhe, be convulsed: P. and V. σφαδάζειν (Xen.), V. σπᾶσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Struggle
См. также в других словарях:
ασφάδαστος — ἀσφάδαστος, ον (Α) [σφαδάζω] (κυρίως για ετοιμοθάνατους) αυτός που δεν έχει σπασμούς ή επιθανάτια αγωνία … Dictionary of Greek
ἀσφάδαστος — without convulsion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαδάστως — ἀσφάδαστος without convulsion adverbial ἀσφάδαστος without convulsion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαδάστῳ — ἀσφάδαστος without convulsion masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκάριστος — (I) η, ο (για γιδοπρόβατα) αυτός που δεν οδηγήθηκε στη βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκαρίζω «οδηγώ το κοπάδι σε βοσκή»]. (II) ἀσκάριστος, ον (Μ) ασφάδαστος*, χωρίς να σφαδάξει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκαρίζω «πηδώ, πάλλομαι, σκιρτώ»] … Dictionary of Greek