-
1 ἄστρον
ἄστρον, τό, Sternbild; Schol. Arat. 11 ἀστὴρ ὃ καὶ μόνον ἐστὶ καὶ οὐ καϑ' αὑτὸν κινεῖται οἷονΚρόνος· ἄστρον δὲ τό τε κινούμενον καὶ τὸ ἐκ πλείστων ἀστἑρων σύστημα, οἷον λέων· καὶ ἐπιτολὴ δέ τινος ἀστέρος νεωτερίζουσά τι τῶν περιγείων, astrologisches Sternzeichen, ἄστρον λέγεται; von Hom. an häufig; ob bei Hom. schon der bezeichnete Unterschied zwischen ἀστήρ u. ἄστρον anzunehmen, kann zweifelhaft erscheinen; ἄστρα Iliad. 8, 555. 559. 10, 252 Od. 12, 312. 14, 483; dat. ἄστρασι, auch ἀστράσι betont u. zu ἀστήρ gezogen Iliad. 22, 28. 317, s. Scholl. Herodian. 22, 28 u. vgl. ἀστήρ; auch bei den Folg. bez. ἄστρον zuweilen einzelne Sterne, doch selten im sing., wie Pind. Ol. 1, 4; am häufigsten vom Sirius, Xen. Cyn. 4. 6; Theophr.; Plat. vrbdt ἥλιος, σελήνη καὶ πέντε ἄλλα ἄστρα, Planeten, Tim. 38 e; ἄστρα καὶ γῆ Legg. X, 886 d; der sing. nur Tim. 42 b; übertr., τοῖς ἐχϑροῖσιν ἄστρον ἃς λάμψειν Soph. El. 66; übh. von allem Ausgezeichneten, Ἑλλάδος ἄστρον heißt Corinth Polystr. 2 (VII, 297); Ἰηονίης Colophon Ep. ad. 487 ( Plan. 295); τοῖς ἄστροις ἐκμετρεῖσϑαι, sc. ὁδόν, Soph. O. R. 795, wo Schol. ἀπὸ τῶν ἄστροις τὸν πλοῦν τεκμαιρομένων, seinen Weg nur nach den Gestirnen ermessen, wie die Seefahrer u. die Wanderer durch öde Gegenden thun; dah. nach Eustath. sprichwörtlich ἄστροις σημειοῠσϑαι (Andere σημαίνεσϑαι, τεκμαίρεσϑαι) ὁδόν, = μακρὰν ὁδὸν βαδίζειν καὶ ἐρήμην; vgl. Ael. H. A. 2, 7. 7, 48; Liban. I, p. 347, wo τοῠτο δὴ τὸ τοῦ λόγου od. τοῠτο δὴ τὸ λεγόμενον dabeisteht, vgl. Erasm. Adag. p. 126, durch ödes, wüstes Land gehen.
-
2 ἄστρον
1 stara of the sun. μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον ἐρήμας δἰ αἰθέρος (cf. Σ, ἔδει γὰρ εἰπεῖν ἀστέρα) O. 1.6 ἀκτὶς ἀελίου ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον (cf. Σ. Arat., Phaen., 11, λέγεται δὲ καὶ ὁ ἥλιος ἄστρον ἰδίως παρὰ Πινδάρῳ ἄστρον ὑπέρτατον) Pae. 9.2b pl., starsἈοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24
ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136.c met. τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δ' ἐν Ὀλύμπῳ τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον perhaps a play on the earlier name of Delos, Asteria, fr. 33c. 5. ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον Aigina Pae. 6.126 -
3 ἄστρον
ἄστρον, Sternbild; Unterschied zwischen ἀστήρ u. ἄστρον; am häufigsten vom Sirius; übh. von allem Ausgezeichneten, Ἑλλάδος ἄστρον heißt Corinth -
4 άστρον
-
5 ἄστρον
-
6 ἄστρον
ἄστρον, τό, mostly in pl.,A the stars, Il.8.555, Od.12.312, A.Pr. 458, Ag.4, etc.; τοῦ κατ' ἄστρα Ζηνός, = τοῦ ἐν οὐρανῷ, S.Tr. 1106; ἄστρων εὐφρόνη, = εὐφρ. ἀστερόεσσα, Id.El.19: sg., like ἀστήρ, freq. of Sirius (in full, σήριον ἄστρον prob. l. in Alcm.23.63), Alc.39,40, X.Cyn.4.6, Thphr.CP6.10.9, al.; περὶ τὸ ἄ. in the dog-days, Hp.Epid.7.7; poet. of the sun, Pi.O.1.6, Pl.Def. 411b: seldom of any common star, Gal.17(1).16, Sch.Arat.11; of the fixed stars, Arist.Cael. 290a20; ἄστρα πλανητά, opp. ἀπλανῆ, Pl.Ti. 38c; opp. ἐνδεδεμένα, Arist.Mete. 346a2; opp. ἀστέρες, Herm. ap. Stob.1.21.9; ἐπὶ τοῖς ἄστροις at the times of the stars' rising or setting, Hp.Aër.10, Arist.HA 568a18; ἄστροις σημαίνεσθαι, τεκμαίρεσθαι, guide oneself by the stars, Ael. NA2.7, 7.48; ἄστροις τὸ λοιπὸν ἐκμετρούμενος χθόνα knowing its place only by the stars, S.OT 795: metaph.,ἐχθροῖς ἄ. ὣς λάμψειν Id.El.66
.II of something brilliant, admirable,Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄ. AP7.297
(Polystr.), cf. 9.400 (Pall.), APl.4.295;Σωκρατικῆς σοφίης ἄ. IG3.770
a. -
7 ἄστρον
ἄστρον, ου, τό (Hom.+ [the sg. is non-Hom. and rarely used in older Gk.]; ins, pap, LXX; En 18:14; PsSol 1:5; TestSol; Test12Patr; JosAs 2:11; 18:7 cod. A; ApcEsdr 5:4 p. 29, 28 Tdf.; Philo; Jos., Ant. 1, 31, C. Ap. 2, 117; Ar. 4, 2; Just.; Tat.; Mel., Fgm. 8b, 18; 37; 41; Ath. 13:2) star, constellation, also single star (=ἀστήρ: Posidon. in Stob., Flor. 1, 24 p. 518 [HDiels, Doxogr. Graec. 1879 p. 466, 20] διαφέρειν ἀστέρα ἄστρου. εἰ μὲν γὰρ τίς ἐστιν ἀστήρ, καὶ ἄστρον ὀνομασθήσεται δεόντως, οὐ μὴν ἀνάπαλιν; PGM 1, 75; Galen CMG V 10, 1 [XVIIa p. 16, 6ff K.]; s. Boll, ZNW 18, 1918, 4ff) w. sun and moon (Pla., Leg. 10 p. 898d; Dio Chrys. 80 [30], 28; Epict. 2, 16, 32; 3, 13, 16 al.; Jo 2:10; Ezk 32:7) Lk 21:25; Dg 4:5; 7:2; (w. ἀστήρ) IEph 19:2. Normally showing sailors the way at night Ac 27:20. Typical of a large number Hb 11:12 (Ex 32:13; Dt 1:10; 10:22 al.; Philo, Rer. Div. Her. 86; Jos., Ant. 1, 183). τὸ ἄ. τοῦ θεοῦ Ῥαιφάν the constellation of the god R. Ac 7:43 (Am 5:26) s. Ῥαιφάν. In contrast to the star over Bethlehem ἀστέρα … λάμψαντα ἐν τοῖς ἄ. τούτοις GJs 21:2 (not pap).—Of the harmonious stellar movements created by God ἄστρων ἐναρμόνιος κίνησις Hm, 12, 4, 1 v.l.—DELG s.v. ἀστήρ. M-M. TW. -
8 αστρον
τό1) звезда Hom., Trag., Xen., Plat., Arst., Plut.τοῖς ἄστροις ἐκμετρεῖσθαι (sc. ὁδόν) Soph. — идти по звездам
2) небесное светило (солнце, луна, планета)(ἥλιος, σελήνη καὴ πέντε ἄλλα ἄστρα Plat.)
τοῦ ἄστρου ἐπιόντος Xen. — с восходом Сириуса3) перен. звезда, слава, краса(Ἑλλάδος ἄ. Anth.)
-
9 ἄστρον
ἄστρον ( ἀστήρ): constellation, only pl., ‘stars.’A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄστρον
-
10 ἄστρον
τὸ ἄστρον (ср. ὁ ἀστήρ) звезда, светило (ср. астрология; англ. disaster несчастье, букв. «дурная звезда») -
11 ἄστρον
{сущ., 4}1. звезда, небесное светило;2. созвездие.Ссылки: Лк. 21:25; Деян. 7:43; 27:20; Евр. 11:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄστρον
-
12 άστρον
{сущ., 4}1. звезда, небесное светило;2. созвездие.Ссылки: Лк. 21:25; Деян. 7:43; 27:20; Евр. 11:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άστρον
-
13 ἄστρον
1. звезда, небесное светило; 2. созвездие.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄστρον
-
14 ἄστρον
-
15 ἄστρον
-
16 (αστρον.)end спутник.
[доси] ουσ. Θ. колл имеет во, пропорция, доза.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (αστρον.)end спутник.
-
17 (αστρον.) равноденствие,
[исимэринос] ουσ. а экватор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (αστρον.) равноденствие,
-
18 (αστρον.) планета,
[планитикос] εκ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (αστρον.) планета,
-
19 (αστρον.) планетный,
[планодное] εκ. бродячий, странствующий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (αστρον.) планетный,
-
20 (αστρον.) орбита,
[трохизо] р. точить (на станке), оттачивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (αστρον.) орбита,
См. также в других словарях:
ἄστρον — the stars neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαλώμη (Αστρον) — Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 3 Απριλίου 1905. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 14,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο … Dictionary of Greek
πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
ορίζοντας — (Αστρον.). Η νοητική κυκλική γραμμή, που ορίζεται από το κάθετο προς τη διεύθυνση του ζενίθ επίπεδο και συναντά την ουράνια σφαίρα. Βλ. λ. ουρανός. * * * ο (Α ὁρίζων) η κυκλοτερής νοητή γραμμή κατά την οποία ο ουρανός φαίνεται να εφάπτεται με το… … Dictionary of Greek
Λυρίδες — (Αστρον.). Σμήνος μετεώρων. Το ακτινοβόλο σημείο τους βρίσκεται στον αστερισμό της Λύρας. Η Γη συναντά το σμήνος σε ετήσια βάση, στο διάστημα από 18 έως 24 Απριλίου. Κάθε 12 με 16 χρόνια, η βροχή των μετεώρων είναι πολύ πιο έντονη από τις… … Dictionary of Greek
Μιράντα — (Αστρον.). Ο πρώτος σε σειρά απόστασης από τον πλανήτη και ο μικρότερος από τους πέντε δορυφόρους του Ουρανού. Απέχει από αυτόν 129.780 χλμ., έχει μέγεθος περίπου 17 και διάμετρο 484 χλμ. * * * η αστρον. ένας από τους πέντε γνωστούς δορυφόρους… … Dictionary of Greek
Περσείδες — (Αστρον.). Σμήνος μετεωριτών του οποίου το ακτινοβόλο σημείο βρίσκεται στον αστερισμό του Περσέα. Οι τροχιές τους σχηματίζουν μια δέσμη με διάμετρο 10 εκ. χλμ. Η Γη περνά από τη δέσμη αυτή επί ένα μήνα και περισσότερο. * * * οι, Ν αστρον. ομάδα… … Dictionary of Greek
Περσεύς — (Αστρον.). Αστερισμός του βόρειου ημισφαίριου, μέσα στον Γαλαξία, μεταξύ των αστερισμών της Ανδρομέδας και του Ηνιόχου, και σε μια περιοχή πλούσια σε αστρικά σμήνη. Αποτελείται από 136 αστέρες, ορατούς με γυμνό μάτι, και από τρία αστρικά σμήνη,… … Dictionary of Greek
Πηγασίδες — (Αστρον.). Σμήνος μετέωρων, του οποίου το ακτινοβόλο σημείο βρίσκεται στον αστερισμό του Πήγασου. Την τροχιά του σμήνους συναντά η Γη στις 30 Μαΐου περίπου, οπότε εμφανίζεται βροχή από τα ουράνια αυτά σώματα. * * * οι, Ν αστρον. σμήνος μετεώρων,… … Dictionary of Greek
Τιτάν — (Αστρον.). Ένας από τους 9 δορυφόρους του Κρόνου και ο λαμπρότερος. Είναι ορατός με τηλεσκόπιο μικρής έντασης ως αστέρας 8,3 μεγέθους. Ανακαλύφθηκε το 1655 από τον Χούιγκενς. Σε σειρά απόστασης από τον κεντρικό πλανήτη έρχεται έκτος και απέχει… … Dictionary of Greek