-
1 Ελλάδος
-
2 Ἑλλάδος
-
3 Ἑλλάς
a Greece πᾶσαν κάτα /Ἑλλάδεὑρήσεις O. 13.113
εἰ δέ τις λέγει ἕτερόν τιν' ἀν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60
ποθεινὰ δ' Ἑλλὰς αὐτὰν δονέοι μάστιγι Πειθοῦς i. e. longing for Greece P. 4.218τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.19
μυχῷ Ἑλλάδος ἁπάσας N. 6.26
Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 2.b = GreeksἙλλάδ' ἐξέλκων βαρείας δουλίας P. 1.75
ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; P. 7.8αὐτόν τέ νιν Ἑλλάδα νικάσαντα τέχνᾳ P. 12.6
ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον I. 8.11
ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι κα[λ]λ[ιχόρῳ Δ. 2. 25. -
4 προκινδυνεύω
A- κεκινδύνευκα IG9(2).531.5
([place name] Larissa):— run risk before others, brave the first danger, bear the brunt of battle, Th.7.56, D.18.208;π. στρατευόμενοι Id.2.24
: c. gen., π. τοῦ πλήθους brave danger for the people, And.4.1, cf. X.Hier.10.8; π. τῷ βαρβάρῳ (sc. τῆς Ἑλλάδος) braved him for Greece (or, first of all), Th.1.73;π. ὑπέρ τινος X.An.7.3.31
, Hyp.Dem.Fr.3;ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος Isoc.4.75
;ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας Lys.18.27
;περὶ τῆς ἐλευθερίας Plb.9.38.4
: c. dat. modi,π. τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Plu.Pel.19
; π. τοῖς Ἴβηρσι open the engagement with them, Plb.3.113.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκινδυνεύω
-
5 πρόσχημα
A that which is held before: hence,I that which is held before to cover, screen, cloak, τὸ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου π. Th.3.82; pretence, pretext,πατὴρ.. σοὶ π. ἀεί, ὡς ἐξ ἐμοῦ τέθνηκεν S. El. 525
;τοῦτο π. ποιούμενος Lys.6.37
; also π. τοῦ λόγου in the same sense, Hdt.4.167, cf. 6.133: c. gen., αὗται [αἱ πόλεις] π. ἦσαν τοῦ στόλου ib.44;Φίλιππος γίγνεται π. τοῦ πολέμου Plb.11.5.4
; τῷ τῆς τέχνης π. on the ground of.., D.5.6; π. ποιεύμενος ὡς ἐπ' Ἀθήνας ἐλαύνει making a pretence or show of marching against Athens, Hdt.7.157: c. inf., π. ποιούμενοι τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης μὴ προδώσειν pretend that they will not.., Th.5.30;π. ἦν ἀμύνεσθαι Id.1.96
; also π. ποιεῖσθαι or ποιήσασθαί τι to put forward as a screen or disguise, Pl.Prt. 316d, 316e, cf. 317a: πρόσχημα, as acc. abs., by way of pretext, Hdt.9.87; καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστή full of fair words and appearances, Pl.R. 495d.II ornament, τῆς Ἰωνίης π., of Miletus, Hdt.5.28, cf. Plb.3.15.3;τῆς Ἑλλάδος Str.10.2.3
, cf. 11.11.1, Plu.Alex.17; τὸ κλεινὸν Ἑλλάδος π. ἀγῶνος, of the Pythian games, S.El. 682; μετὰ προσχήματος ἀξίου τῆς πόλεως with a dignity, D.18.178; τὸ τοῦ γένους π. the nobility of his birth, OGI470.23 (i B.C./i A.D.); Ἀχιλλέα τιν' ἢ Νιόβην.., π. τῆς τραγῳδίας the pomp or show of tragedy, Ar.Ra. 913; Δαρείου τὸ π. his pomp, Arist.Mu. 398a12; of a person, π. ἑαυτῆς (sc. τῆς πόλεως) IG 12(7).395.17 ([place name] Amorgos).2 outward appearance of a wound, f.l. in Hp. Ulc.24; aspect, τῆς ὅλης θεουργίας διττόν ἐστι π., τὸ ἱερατικὸν τῶν θεῶν π., Iamb.Myst.4.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσχημα
-
6 πρυτανεῖον
πρυτανεῖον, τό, ion. πρυτανήϊον, 1) das öffentliche Gebäude in den Städten der Griechen, welches den Heerd der Stadt enthält, das Stadthaus, in welchem, wie in Athen, die jedesmaligen Prytanen speis'ten, und man sowohl auswärtige Gesandte, als um den Staat vorzüglich verdiente Bürger auf Staatskosten ehrenhalber bewirthete; δειπνεῖν ἐν πρυτανείῳ, Ar. Pax 1050; σίτησιν ἐν πρυτανείῳ λαμβάνειν, Ran. 763; ἐν πρυτανείῳ σιτεῖσϑαι, Plat. Apol. 36 d; vgl. Dem. 19, 234. 50, 13; es war der Hestia geweiht (dah. Pind. N. 11, 1 ἅ, τε πρυτανεῖα λέλογχας Ἑστία), der man darin ein immerwährendes, heiliges Feuer unterhielt, u. ist also in Beziehung auf den Staat das, was der Heerd in jedem einzelnen Hause ist, vgl. Her. 1, 146. 3, 57. 6, 103. 7, 197 (s. auch ϑόλος); u. vgl. Thuc. 2, 15, der vom Theseus sagt καταλύσας τῶν ἄλλων πόλεων τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχὰς ἐς τὴν νῠν πόλιν οὖσαν ἓν βουλευτήριον ἀποδείξας καὶ πρυτανεῖον ξυνῴκισε πάντας. – In Rhodus, Pol. 15, 23, 3 u. öfter. – Dah. auch der Hauptsitz, Mittelpunkt, συνεληλυϑότες τῆς τε Ἑλλάδος εἰς αὐτὸ τὸ πρυτανεῖον τῆς σοφίας, von Athen gesagt, Plat. Prot. 337 d. – 2) In Athen hieß ein Gerichtshof τὸ ἐπὶ πρυτανείῳ δικαστήριον, Dem. 23, 76; dah. οἱ ἐκ πρυτανείου καταδικασϑέντες, Plut. Salon 19. – 3) τὰ πρ υτανεῖα, eine gewisse Geldsumme, welche Kläger u. Beklagte vor Anfang des Processes bei dem betreffenden Gerichtshofe niederlegen mußten, das sacramentum der Römer; wer den Proceß verlor, ging nicht bloß seines Geldes verlustig, sondern mußte auch dem gewinnenden Theile das seinige ersetzen. Bei solchen Processen, die auf 100 bis 1000 Drachmen geschätzt waren, betrug es 3 Drachmen für jeden Theil, bei einer Sache von 1001 dis 10, 000 Drachmen 30 u. s. f., vgl. Dem. 43, 71 im Gesetz. Hsrpocr. u. Böckh's Staatshaush. I p. 369; dah. τιϑέναι πρυτανεῖά τινι, so viel wie Einen anklagen, ϑείς μοι πρυτανεῖ' ἀπ ολεῖν μέ φησι, Ar. Nub. 1120. 1162, u. οὐ δέχονται τῇ νουμηνίᾳ ἀρχαὶ τὰ πρυτανεῖα, sie nehmen die Klage nicht an, 1179; vgl. noch 1181. 1236 Vesp. 659; Dem. 47, 64.
-
7 πρό-σχημα
πρό-σχημα, τό, das, was man vorhält, das Vorgehaltene; – a) das zum Schmuck Dienende, Zierde, Pracht, wie Soph. die pythischen Kampfspiele πρόσχημα Ἑλλάδος nennt, El. 672, u. Her. 5, 28 πρόσχημα Ἰωνίης von Milet sagt; καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστήν, Plat. Rep. VI, 495 c; ὡς ἐπὶ προσχήματός τινος οὖσα, Dem. 59, 41; öfter bei Pol., τῆς οἰκίας, ἀρχῆς, 5, 10, 1. 6, 33, 12; εἰς βασιλικὸν ἦλϑε πρόσχημα, D. Sic. 2, 6. – b) Vorwand, Beschönigung, Deckmantel; οὐδὲν ἄλλο σοι πρόσχημ' ἀεί, Soph. El. 515; πρόσχημα ποιεῖσϑαι, Her. öfter; αὗταί σφι πρόσχημα ἔσαν τοῠ στόλου, 6, 44; λόγου, 6, 133; auch πρόσχημα ποιεύμενος ὡς ἐπ' Ἀϑήνας ἐλαύνει, 7, 157, indem er sich stellte, als wollte er gegen Athen ziehen (auch als absol. accus.), zum Vorwand, um einen Vorwand zu haben, 9, 871; Thuc. 5, 30; Lys. 6, 37; Plat. Prot. 316 d vrbdt πρόσχημα ποιεῖσϑαι καὶ προκαλύπ τεσϑαι ποίησιν; vgl. 317 a; auch Einleitung, πρόσχημα δέ μοί ἐστι καὶ ἀρχὴ τοιάδε τις τοῠ λόγου, Hipp. mai. 286 a; ποιεῖσϑαι, Lys. 6, 37; Φίλιππος ὄνομα καὶ πρόσχημα ἦν τοῠ πολέμου, Pol. 11, 6, 4; u. a. Sp.
-
8 προς-ψύχω [2]
προς-ψύχω, noch dazu oder noch mehr erkälten; 6; οἱ κατὰ πρόςωπον ἀλλήλοις συμπεσόντες, im Ggstz von οἱ κυκλώσαντες; auch κατὰ πρόςωπον ἀπαντᾶν τοῖς πολεμίοις, im Ggstz von φεύγειν, 17, 3, 3; u. übertr., κατὰ πρ. λεγομένων τῶν λόγων, ins Gesicht, 25, 5, 2;. dah. ἡ κατὰ πρ. ἔντευξις, die mündliche, persönliche Unterhaltung, Plut. Caes. 17. – 2) die Person; Ὅμηρος προϑέμενος τὸ τοῠ Ὀδυσσέως πρόςωπον, Pol. 12, 27, 10, u. öfter; auch τὸ τῆς Ἑλλάδος ὄνομα καὶ πρόςωπον, 8, 13, 5, im Ggstz von μονάρχου πρόσχημα καὶ βίος; u. Sp.; κατὰ πρόςωπον, persönlich. – Bes. bei den Gramm. die Person in grammatischem Sinne. – 3) Maske, Larve; Luc. Iup. trag. 41; auch Dem. 19, 287 bei Bekker, v. l. προςωπεῖον. – Von den imagines majorum der Römer, Pol. 6, 53, 5.
-
9 προ-κινδῡνεύω
προ-κινδῡνεύω, sich voran, voraus wagen, sich in einen Kampf wagen, absolut, Thuc. 7, 56 Isocr. 4, 99 Dem. u. A., wie Pol. 3, 95, 6 u. sonst; auch die in der ersten Schlachtreihe stehen, 1, 19, 9, – gew. τινός, für Einen, zu seiner Vertheidigung sich in Gefahr, in den Kampf begeben, τῆς Ἑλλάδος τῷ βαρβάρῳ, Thuc. 1, 73; Andoc. 4, 1 u. Sp., wie Luc. Tyrann. 18 u. öfter; ὑπέρ τινος, Lys. 18, 27; Isocr. 4, 62. 142; Pol. 9, 38, 4.
-
10 προ-κάθ-ημαι
προ-κάθ-ημαι (s. ἧμαι), ion. προκάτημαι, davorsitzen, -liegen, vor einem Orte gelegen sein, τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος, Her. 7, 172, bes. aber davorliegen, -stehen zum Schutz, zur Vertheidigung, τινός, 8, 36. 9, 106; τῆς πόλεως, Plat. Legg. VI, 758 d; ὁ νόμος, Antiph. 6, 21; Eur. vrbdt auch οἳ τετράμοιρον νυκτος φρουρὰν προκάϑηνται, Rhes. 7; τὸ προκαϑήμενον τῆς πόλεως, Plat. Legg. VI, 758 d; τῶν πραγμάτων, Pol. 3, 56, 5, u. ä. oft; auch ἐν τῇ Τυῤῥηνίᾳ, 2, 25, 2; ἐπ ὶ τῶν τόπων, 3, 86, 1, auch = öffentlich dasitzen, z. B. zu Gericht od. dgl., 5, 63, 7. 12, 16, 6, ἐπὶ βήματος, D. L. 49, 40. – voransitzen, auf einem Ehrenplatze, προκάϑηνται καϑ' ἡλικίαν καὶ τιμήν, Strab. 3, 3, 7.
-
11 πρῶτος
πρῶτος, aus πρό gebildeter superl. (für πρόατος), wie πρότερος der compar. ist, dor. πρᾶτος, der vorderste, frühste, erste, vom Orte, von der Zeit, auch von der Ordnung, vom Range; πρῶτος Ἀγαμέμνων Ὀδίον ἔκβαλε δίφρου, Il. 5, 38; ὦρτο πολὺ πρῶτος, 7, 162; πρώτῳ τοι μετ' ἐμέ, 8, 289; ἐν πρώτῳ ῥυμῷ, vorn an der Deichsel, 6, 40. 16, 371; ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ Τρώεσσι μάχεσϑαι, 17, 380; u. so πρῶτοι, die Ersten, Vorkämpfer; oft ἐν πρώτοις, μετὰ πρώτοις, unter den vordersten Kämpfern, im Vordertreffen, Il., wie ἐνὶ πρώτοισι, Hes. Th. 713; auch πρῶτοι πρόμαχοι, Od. 18, 379; τὰ πρῶτα, der erste Kampfpreis, sc. ἆϑλα, Il. 23, 275; τὰ πρῶτα καλλιστεῖ' ἀριστεύσας στρατοῠ, Soph. Ai. 430; ὅςτις στρατοῠ τὰ πρῶτ' ἀριστεύσας, 1300; τὰ πρῶτα φέρεσϑαι, seltner φέρειν, den ersten Preis, den Vorzug davontragen, τινός, worin, Jac. A. P. p. 431. 890; übh. erster Rang, Vorrang, erste Rolle; ἐς τὰ πρῶτα, bis auf den höchsten Grad, Her. 7, 13; zuweilen auch von Personen, τῶν Ἐρετριέων τὰ πρῶτα, τῶν Αἰγινητέων τὰ πρῶτα, 6, 100. 9, 78; ὁ μηχανικῶν ὢν τὰ πρῶτα, Luc. Hipp. 5, u. öfter; τὰ πρῶτα τῆς ἐκεῖ μοχϑηρίας, Ar. Ran. 721; τὰ πρῶτα τῆς λιμοῦ, der höchste Grad des Hungers, Ach. 743; vgl. noch Eur. οἶμαι ὑμᾶς τῆςδε γῆς Κορινϑίας τὰ πρῶτ' ἔσεσϑαι, Med. 917; – τὸ πρῶτον, der Anfang, τοῠ ᾄσματος, Plat. Prot. 343 c. – Es folgt darauf δεύτερος, τρίτος, Il. 6, 179. 23, 265; τίνα πρῶτον, τίνα ὕστατον, 11, 299. 16, 692; Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ, Pind. Ol. 11, 58; ἁλικίᾳ πρώτᾳ, N. 9, 42; πρώτοις καὶ τετράτοις, Ol. 8, 45; ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα, Aesch. Prom. 460; Μῆδος γὰρ ἦν ὁ πρῶτος ἡγεμὼν στρατοῠ, Pers. 751; αὐτὸς ἐν πρώτοις ἕπει, Soph. El. 28; Ἑλλάδος πρῶτοι χϑονός, Eur. El. 21; u. in Prosa: πρῶτος κατάκει-ται, Plat. Conv. 177 d; πολὺ πρῶτόν τε καὶ ἄριστον, Polit. 303 b; Folgde überall; οἱ πρῶτοι ἄνδρες ἐπὶ τοῦ πολιτεύματος, Pol. 3, 8, 3; πρῶτος αὐτὸς ἕκαστος εἶναι βουλόμενος, Luc. Calumn. 10; – τὴν πρώτην, sc. ὥραν od. ὁδόν, das erste Mal, zuerst, Her. 1, 153. 3, 134; anfangs, fürs Erste, Xen. Mem. 3, 6, 10; Arist. pol. 3, 11; – ιὰ πρῶτα bei den Philosophen die ersten, einfachsten Urstoffe der Dinge, die Elemente, sonst στοιχεῖα. – Selten auch comparativisch gebraucht, eher, früher, wie man Il. 13, 502 Αἰνείας δὲ πρῶτος ἀκόντισεν Ἰδομενῆος nimmt, wo die Scholl. zu vergleichen; vgl. 14, 402. 18, 92; bei Spätern auch mit folgdm ἤ u. c. gen., οἱ πρῶτοί μου ταῦτα ἀνιχνεύσαντες, Ael. H. A. 8, 12; vgl. Wesseling Her. 2, 2. 9, 27; Schaef. ad D. Hal. C. V. p. 228. – Adverbial werden πρῶτον ἐπῴχετο, Il. 1, 50; Κύπριδα μὲν πρῶτα οὔτασε, αὐτὰρ ἔπειτα, 5, 458; τί πρῶτον, τί δ' ὑστάτιον καταλέξω, Od. 9, 14, öfter; – auch τὸ πρῶτον u. τὰ πρῶτα, gew. τοπρῶτον, ταπρῶτα geschrieben; ἐπὴν ταπρῶτα γένηται, Il. 6, 489; ἴστω νῠν Ζεὺς πρῶτα ϑεῶν, Il. 19, 258; τοπρῶτον, Pind. N. 3, 49; überall bei Tragg., Ar. u. in Prosa; ἐπεὶ τὸ πρῶτον εἶδον Ἰλίου πόλιν, Aesch. Ag. 1260; τὰ πρῶτα μὲν δὴ ῥεῠμα Περσικοῠ στρατοῠ ἀντεῖχεν, Pers. 404; οὐ νῦν πρῶτον, ἀλλὰ καὶ πάλαι, Soph. Phil. 954; οὗ νιν τὰ πρῶτ' ἐςεῖδον, Trach. 752; τὸ μὲν οὖν πρῶτον, anfangs, Plat. Prot. 333 d, u. sonst; das erste Mal, Conv. 217 d; τὰ πρῶτα, Dem. 2, 8; – zu früh, vor der Zeit, ἦ τ' ἄρα καὶ σοὶ πρῶτα παραστήσεσϑαι ἔμελλε Μοῖρ' ὀλοή, Od. 24. 28. – Aufzählend, πρῶτον – ἔπειτα, Plat. Prot. 722 a; – εἶτα, Phil. 15 b; – ἔτι δέ, Tim. 23 b; πρῶτον μέν – εἶτα, Xen. Cyr. 1, 3, 2; πρῶτον μέν – εἶτα δέ, 1, 2, 16; πρῶτον μέν – ἔπειτα δέ, 5, 6, 7. – Nach den pron. relat. ἐπεί u. ἐπειδή ist πρῶτον einmal, Od. 3, 320. 4, 13. 10, 328. 13, 133. 14, 467; – ὁππότε κε πρῶτον, simul ac, sobald einmal, Od. 11, 106; εὖτ' ἂν πρῶτα, Hes. O. 600; ὅπως πρῶτα, Th. 156; u. so in Prosa, ὅταν πρῶτον, Plat. Lys. 211 b; ἐπειδὴ πρῶτον, Il. 6, 37. – Das eigtl. adv. πρώτως ist selten; τοῖς πρώτως ἀναβᾶσι, Bekk. πρώτοις, Pol. 10, 11, 16; Arist. eth. 8, 5; εἴϑε πρώτως σοι ἐνέτυχον, Luc. Tyrann. 21; bes. bei den spätern Philosophen, τὸ πρώτως ψυχρόν, die Ursache der Kälte. Vgl. Lob. Phryn. 311.
-
12 παρα-λύω
παρα-λύω (s. λύω), 1) daneben, dabei, an od. von der Seite lösen; τὰ πηδάλια παρέλυσε τῶν νεῶν, Her. 3, 136; τὰ πλάγια τῶν γέῤῥων παραλύσαντες, Pol. 8, 6, 9, öfter; πεντήρεις παραλελυμέναι τοὺς ταρσο ύς, beraubt, 8, 6, 2; τὸν ϑώρακα παραλύων, Plut. Anton. 76, der auch das med. braucht, τὴν ῥαφὴν ἐκ τοῦ δεξιοῦ παραλυσάμενος ὤμου, Cleomen. 37; – entfernen, παρέλυσε δ' ἂν Ἑλλάδος ἀλγεινοὺς πόνους, Eur. Andr. 304, vgl. Alc. 931; u. pass., Σμύρνη παρελύϑη σφέων ὑπὸ Ἰώνων, wurde abgelös't, getrennt, Her. 1, 149; – c. gen., Einen wovon losmachen, erlösen, befreien, παραλύει δυςφρόνων, Pind. Ol. 2, 52; Μαρδό νιον παραλύει τῆς στρατηγίης, entbindet ihn von seinen Feldherrnamt, entläßt ihn, Her. 6, 94; τῶν μοι παίδων ἕνα παράλυσον τῆς στρατηΐης, befreie ihn vom Kriegsdienst, 7, 38, vgl. 5, 75; ἐπειρᾶτο τοὺς Ἀϑηναίους τῆς ἐπ' αὐτὸν ὀργῆς παξυνάρχοντα, 8, 54; τρυφῆς ἤδη παραλυτέον, Plat. Legg. IX, 793 e; Folgde; παρέλυσε τοὺς ἐν Μακεδονίᾳ τῶν βασιλικῶν ὀφειλημάτων, Pol. 26, 5, 3; τῆς στρατείας παραλυϑῆναι, 12, 5, 2. – 2) von Schlagflüssen und von der Gicht, die Glieder an der einen Seite des Körpers lähmen, Med. – Pass., Arist. eth. 1, 13; übh. erschlaffen, an Kraft u. Schnelligkeit verlieren, von Kameelen, Her. 3, 105; vgl. σωματικῇ δυνάμει παραλελυμένος, Pol. 11, 24, 5; οἱονεὶ παραλελυ μένοι καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς, 20, 10, 9; ὡς ᾔσϑετο τραυμάτων πλήϑει παραλυόμενον ἑαυτόν, Plut. Pyrrh. 28, öfter, wie a. Sp. – 3) heimlich, Verbotenes aufmachen, erbrechen, σακκία τῶν χρημάτων D. Sic. 13, 106, u. a. Sp.
-
13 περί-οικος
περί-οικος, herum wohnend, Nachbar; οἱ περίοικοι Λίβυες, Her. 1, 159. 161; τοὺς βαρβάρους περιοίκους τῆς Ἑλλάδος καταστῆσαι, Isocr. 4, 131; Sp., τοῖς περιοίκοις φοβεροὶ ὄντες, Luc. Gymn. 30; – οἱ περίοικοι hießen insbesondere die freien Bewohner der lakonischen Städte, die von Sparta selbst ausgenommen, also die achäischen Lacedämonier, im Ggstz zu den Spartiaten auf der einen, den Heloten u. Neodamoden auf der andern Seite; Her. 6, 58. 9, 11; Xen. An. 5, 1, 15; Thuc. u. Folgde oft; vgl. noch Plat. Rep. VIII, 547 c. – Im geographischen Sinne sind περίοικοι die mit uns unter gleichem Breitenkreise auf der andern Halbkugel wohnen.
-
14 παίδευσις
παίδευσις, ἡ, das Erziehen; Ar. Nubb. 986; ζηλῶ σε τῆς παιδεύσεως, die durch das Erziehen und Unterrichten gewonnene Bildung, Thesm. 175; καὶ τροφαί, Plat. Legg. XI, 926 e; διώκει τὴν ὑπ' ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν, die Erziehung des Herakles durch die Tugend, Xen. Mem. 2, 1, 34. Bei Thuc. 2, 41, τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι, wie wir sagen: die Schule Griechenlands. – Auch Sp., παιδεύσεως ἐπ' αὐτοὺς δεόμεϑα, Luc. Gymnas. 20.
-
15 στρατ-ηγία
στρατ-ηγία, ἡ, ion. στρατηγίη, Amt od. Würde eines Feldherrn, Feldherrnstelle; Eur. Andr. 679. 705; ἀνάσσων Ἑλλάδος στρατηγίας, I. T. 17; Ar. Plut. 192; Her. 6, 94; Thuc., Plat. u. Folgde, wie Pol. 10, 25, 9; auch Art, Feldherr zu sein, Xen. An. 2, 2, 13; Feldherrnklugheit, Sp.
-
16 συν-όρνυμι
συν-όρνυμι (s. ὄρνυμι), = συνορίνω, pass., zugleich aufbrechen, ἀφ' Ἑλλάδος αἴας συνορμένοις, Aesch. Ag. 418.
-
17 συγ-χέω
συγ-χέω (s. χέω), zusammengießen, -schütten, vermengen, verwirren, in Unordnung bringen; ἂψ αὖτις σ υνέχευε ποσὶν καὶ χερσίν, was er gebau't hat, Il. 15, 364, worauf 366 folgt ὥς ῥα σύ, ἤϊε Φοῖβε, πολὺν κάματον σύγχεας Αργείων, nicht bloß den Wall zerstören, sondern allgemein die Mühe vereiteln, wie βίαν καὶ ἰούς, erfolglos machen, ib. 573; τοὺς τάφους, τὴν ὁδόν, Her. 4, 127. 7, Il. 5; μή μοι σύγχει ϑυμὸν ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων, Il. 9, 612. 13, 808, wie ἄνδρα Od. 8, 139, niederschlagen, muthlos machen; und so pass., σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο, Il. 24, 358; vgl. Her. 7, 142 συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων; auch τί συγχυϑεῖσα ἕστηκας; Eur. Med. 1005; in tmesi, ἐπεὶ σύν γ' ὅρκι' ἔχευαν, Il. 4, 269, brechen, vernichten; vgl. Her. 7, 136; ξυγχέω τὰς σπονδάς, Thuc. 5, 39; Soph. τὰ δ' ἄλλα συγχεῖ πάνϑ' ὁ παγκρατὲς χρόνος, O. C. 615; χάριν, Tr. 1219; νόμιμα πάσης συγχέοντας Ἑλλάδος, Eur. Suppl. 311; δόμους, Hipp. 813, u. oft; τὰς ψήφους, im Ggstz von συναριϑμέω, Is. 5, 18; συγκεχύσϑαι τὰ δί-καια, Din. 1, 112; καὶ ταράξαι τὴν πόλιν, Plut. Sol. 15; τὰ διακεκριμένα, Plat. Phil. 46 e, wie τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνομεν, Crat. 388 b; οὐ συγκεχυμένα, ἀλλὰ διωρισμένα, Rep. VII, 524 c; συγχεῖ ὅλην τὴν πολιτείαν, Dem. 24, 91; Sp., wie Pol., συγχεῖν τὰς τάξεις καὶ κατασπᾶν 1, 40, 13; aber auch τὸν πόλεμον, bellum conflare, 4, 10, 3.
-
18 συν-αγωνίζομαι
συν-αγωνίζομαι, dep. med., mit od. zugleich kämpfen, τινί, Ar. Th. 1061; τῆς ἄλλης Ἑλλάδος συναγωνιουμένης, Thuc. 1, 123, vgl. 5, 109; τινὶ πρὸς τοὺς πολεμίους, Plat. Alc. 1, 119 e; Antiph. 5, 93; übh. beistehen, ὁ καιρὸς ἡμῖν συναγωνίζεται, Isocr. 1, 3. 5, 26; ἐφ' ἵππων, Xen. Cyr. 4, 5, 49; beisteuern, τινί τι, Dem. öfter u. Sp.
-
19 σχῆμα
σχῆμα, τό, wie das lat. habitus, – a) Haltung, Stellung, Miene, Gestalt; Aesch. Spt. 479; ϑηρός, Eur. Rhes. 209; λεαίνης, Hel. 385; μορφῆς σχήματα, I. T. 292; τρίγωνον, Pol. 1, 42, 3; die Schlachtordnung, Xen. An. 1, 10, 10. – b) übh. die ganze Art zu sein, sich zu zeigen, der äußere Anstand, der Aufzug, σχῆμα μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει, Soph. Phil. 223; τύραννον σχῆμ' ἔχων, Ant. 1154; auch ὦ σχῆμα πέτρας δίπυλον, 940; ἐς ἄλλο σχῆμ' ἀποστάντες βίου, Eur. Med. 1039; Ar. u. in Prosa: σχῆμα πολιτείας, Plat. Polit. 291 d; τὸ τῆς ϑεοῦ σχῆμα καὶ ἄγαλμα, Critia. 110 b, u. öfter; ἄφοβον σχῆμα δεικνύναι, Xen. Cyr. 6, 4, 20; bes. auch vornehme, stolze Haltung, edler, würdevoller Anstand, Prunk, τῆς ἀρχῆς, Plat. Legg. III, 685 c; τὸ σὸν σχῆμα ὃ σὺ περιβέβλησαι, Xen. Oec. 2, 4; οὐ κατὰ σχῆμα φέρειν τι, nicht mit Anstand tragen, Pol. 3, 85, 9. – Dah. der äußere Schein, Vorwand, Thuc. 8, 89; σχήματι ξενίας, Plut. Dio 16; auch die Rolle, μεταβαλεῖν τὸ σχῆμα, Plat. Alc. I, 135 d; von Dingen, Zustand, πόλεως, Thuc. 6, 89. – Bei Thieren = Rüstung, Geschirr, Zeug, Xen. u. A. – Bei den Rhett. und Gramm. rhetorische u. grammatische Figur, Rede- und Wortfigur; auch die Darstellung einer Versart durch die Länge- und Kürzezeichen. – Uebh. Grundriß, Entwurf, Plat. Rep. II, 365 c.
-
20 σωτήρ
σωτήρ, ῆρος, ὁ, voc. σῶτερ, Ar. Th. 1009, Retter, Erhalter, Befreier, Beglücker; ἀνϑρώπων, Ἑλλάδος, H. h. 21, 5, Her. 7, 139; u. c. gen. der Sache, von der er befrei't, rettet, Eur. Med. 360 Heracl. 640. – Oft Ζεύς, Pind. Ol. 5, 17 I. 5, 8; ihm ward bei Trinkgelagen der dritte Becher Weins dargebracht, vgl. Aesch. Eum. 730; Plat. Legg. III, 692 a Ep. VII, 334, d. Daher sprichwörtlich τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι, zum dritten Male, da aller guten Dinge drei sind, Heind. zu Plat. Charm. 167 a; überh. Schutzgott, Her. 8, 138; σωτὴρ γένοιτο Ζεὺς ἐπ' ἀσπίδος τυχών, Aesch. Spt. 502; νῠν δ' αὖτε σωτὴρ ἴσϑι, ἄναξ Ἄπολλον, Ag. 498; auch fem., Τύχη, 650; πειϑαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνή, σωτῆρος, Spt. 207; σωτῆρας αὐτοὺς (τοὺς ϑεούς) ἠπίους ϑ' ἡμῖν μολεῖν, Soph. Phil. 728, Φοῖβος δ' ἅμα σωτήρ ϑ' ἵκοιτο καὶ νόσου παυστήρι ος, O. R. 150, vgl. 304. u. öfter. wie Eur. u. Ar. in Prosa; ἀρετῆς, Plat. Rep. VIII, 549 b, τῆς Δακεδαίμονος, Conv. 209, du. öfter, u. Folgde.
См. также в других словарях:
Ἑλλάδος — Ἑλλάς part of Phthiotis fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Πολεμικό Ελλάδος — Εγκαινιάστηκε το 1975 και στεγάζεται στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας (στη γωνία με την οδό Ριζάρη), στην Αθήνα. Είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και υπάγεται στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Η συλλογή του αποτελείται από ευρήματα και ιστορικά… … Dictionary of Greek
Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος — Строительство новой линии Коринф Патры Организация железных дорог Греции (греч. Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδας) национальная железнодорожная компания Греции, обслуживающая большинство железных дорог в Греции. Организована в 1971 году, в Афинах.… … Википедия
Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… … Dictionary of Greek
Ανεξάρτητος Εφημερίς της Ελλάδος — Εφημερίδα που εκδόθηκε στην Ύδρα το 1827 από τον Γ. Παντελή και συνέχισε την έκδοσή της από την Αίγινα έως το 1828. Είχε αντικυβερνητική στάση και σήμερα αποτελεί σπουδαία πηγή για τα γεγονότα της εποχής, λόγω του πλούσιου ειδησεογραφικού υλικού… … Dictionary of Greek
Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος — Συντονιστικό όργανο της ιεραποστολικής δραστηριότητας της Εκκλησίας. Διοικείται από επταμελές κεντρικό συμβούλιο, πρόεδρος του οποίου είναι ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών, και αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Η Α.Δ. έχει ιδιόκτητο τυπογραφείο… … Dictionary of Greek
Γενική Εφημερίς της Ελλάδος — Η πρώτη επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης στην Ελλάδα. Εκδόθηκε στο Ναύπλιο στις 7 Οκτωβρίου 1825, με διευθυντή τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ήταν δισεβδομαδιαία και εκδιδόταν έως τις 18 Απριλίου 1832, οπότε μετονομάστηκε Εθνική Εφημερίς … Dictionary of Greek
Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος — (ΓΣΕΕ). Η ανώτατη ελληνική συνδικαλιστική εργατοϋπαλληλική οργάνωση. Στους κόλπους της συνενώνει όλα τα εργατικά κέντρα και τις εργατοϋπαλληλικές ομοσπονδίες. Ιδρύθηκε από το Α’ Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο, που έγινε στην Αθήνα και τον Πειραιά… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek