-
1 αστρον
τό1) звезда Hom., Trag., Xen., Plat., Arst., Plut.τοῖς ἄστροις ἐκμετρεῖσθαι (sc. ὁδόν) Soph. — идти по звездам
2) небесное светило (солнце, луна, планета)(ἥλιος, σελήνη καὴ πέντε ἄλλα ἄστρα Plat.)
τοῦ ἄστρου ἐπιόντος Xen. — с восходом Сириуса3) перен. звезда, слава, краса(Ἑλλάδος ἄ. Anth.)
-
2 ἄστρον
τὸ ἄστρον (ср. ὁ ἀστήρ) звезда, светило (ср. астрология; англ. disaster несчастье, букв. «дурная звезда») -
3 ἄστρον
{сущ., 4}1. звезда, небесное светило;2. созвездие.Ссылки: Лк. 21:25; Деян. 7:43; 27:20; Евр. 11:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄστρον
-
4 άστρον
{сущ., 4}1. звезда, небесное светило;2. созвездие.Ссылки: Лк. 21:25; Деян. 7:43; 27:20; Евр. 11:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άστρον
-
5 ἄστρον
1. звезда, небесное светило; 2. созвездие.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄστρον
-
6 ἄστρον
-
7 (αστρον.)end спутник.
[доси] ουσ. Θ. колл имеет во, пропорция, доза.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (αστρον.)end спутник.
-
8 (αστρον.) равноденствие,
[исимэринос] ουσ. а экватор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (αστρον.) равноденствие,
-
9 (αστρον.) планета,
[планитикос] εκ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (αστρον.) планета,
-
10 (αστρον.) планетный,
[планодное] εκ. бродячий, странствующий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (αστρον.) планетный,
-
11 (αστρον.) орбита,
[трохизо] р. точить (на станке), оттачивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (αστρον.) орбита,
-
12 δερκομαι
(aor. 1 ἐδέρχθην, aor. 2 ἔδρακον - эп. δράκον, pf.-praes. δέδορκα)1) смотреть, глядеть(τινα Hom. и τι Aesch., Soph., ἔς τινα Hes., Eur., κατά τι Aesch. и ἐπί τινι Anth.)
δ. δεινόν Hom., Hes., δεινά Aesch. и σμερδαλέον Hom. — глядеть страшным взором;πῦρ ὀφθαλμοῖσι δεδορκώς Hom. — грозно сверкая глазами2) видеть, замечать(ὀφθαλμοῖσι τι Hom., Aesch.; τινα Eur.)
σκότον δεδορκώς Eur. — видящий (лишь) тьму, т.е. слепой;ὑπὲρ τὸν Λυγκέα δ. τινι Luc. — яснее Линкея видеть кого-л. насквозь3) видеть, быть зрячим4) видеть дневной свет, т.е. жить, быть в живых(ἐπὴ χθονί Hom.)
ἀλαοὴ (v. l. ἀμαυροὴ) καὴ δεδορκότες Aesch. — мертвые и живые5) воспринимать, слышать(κτύπον Aesch.)
6) блистать, сиять(δέδορκεν φέγγος Pind.; δεδορκὼς ἄστρον ὥς Soph.)
-
13 δωδεκαμηχανος
2знающий двенадцать (различных) приемовτὸ δωδεκαμήχανον ἄστρον Eur. — светило двенадцати путей (предполож. - о солнце, проходящем через 12 знаков зодиака)
-
14 ημεροφανης
-
15 θαλπνος
-
16 Κυναστρον
-
17 σκοπεω
1) наблюдать, следить(σ. ἄστρον Pind.; σκοπεῖσθαι ἀπὸ τῶν ἱστῶν Xen.; σκοπούμενος τὸν ἥλιον ἐκλείποντα Plat.)
σ. τὰ ἔμπροσθεν Xen. — наблюдать за тем, что впереди2) быть настороже, проявлять бдительность(φυλάττειν καὴ σ. Xen.)
3) рассматривать, исследовать; обсуждать(τὰ ἔργα ἑκάστου Xen.)
πρὸς ἑαυτὸν σ. Plat. — размышлять про себя4) иметь в виду, заботиться(τὰ ἑωϋτοῦ Her.)
τὰ πρὸς ποσὴ σ. Soph. — иметь в виду то, что под ногами, т.е. интересоваться ближайшей действительностью;σ. τέν τελευτήν Her. — иметь в виду конец;σὺ δὲ δέ ποῖ σκοπεῖς ; Plat. — но ты-то что имеешь в виду? -
18 φαεινος
-
19 798
{сущ., 4}1. звезда, небесное светило;2. созвездие.Ссылки: Лк. 21:25; Деян. 7:43; 27:20; Евр. 11:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 798
-
20 ζενίθ
[зэнит] ουσ. о. άκλ. (αστρον.)Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζενίθ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄστρον — the stars neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαλώμη (Αστρον) — Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 3 Απριλίου 1905. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 14,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο … Dictionary of Greek
πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
ορίζοντας — (Αστρον.). Η νοητική κυκλική γραμμή, που ορίζεται από το κάθετο προς τη διεύθυνση του ζενίθ επίπεδο και συναντά την ουράνια σφαίρα. Βλ. λ. ουρανός. * * * ο (Α ὁρίζων) η κυκλοτερής νοητή γραμμή κατά την οποία ο ουρανός φαίνεται να εφάπτεται με το… … Dictionary of Greek
Λυρίδες — (Αστρον.). Σμήνος μετεώρων. Το ακτινοβόλο σημείο τους βρίσκεται στον αστερισμό της Λύρας. Η Γη συναντά το σμήνος σε ετήσια βάση, στο διάστημα από 18 έως 24 Απριλίου. Κάθε 12 με 16 χρόνια, η βροχή των μετεώρων είναι πολύ πιο έντονη από τις… … Dictionary of Greek
Μιράντα — (Αστρον.). Ο πρώτος σε σειρά απόστασης από τον πλανήτη και ο μικρότερος από τους πέντε δορυφόρους του Ουρανού. Απέχει από αυτόν 129.780 χλμ., έχει μέγεθος περίπου 17 και διάμετρο 484 χλμ. * * * η αστρον. ένας από τους πέντε γνωστούς δορυφόρους… … Dictionary of Greek
Περσείδες — (Αστρον.). Σμήνος μετεωριτών του οποίου το ακτινοβόλο σημείο βρίσκεται στον αστερισμό του Περσέα. Οι τροχιές τους σχηματίζουν μια δέσμη με διάμετρο 10 εκ. χλμ. Η Γη περνά από τη δέσμη αυτή επί ένα μήνα και περισσότερο. * * * οι, Ν αστρον. ομάδα… … Dictionary of Greek
Περσεύς — (Αστρον.). Αστερισμός του βόρειου ημισφαίριου, μέσα στον Γαλαξία, μεταξύ των αστερισμών της Ανδρομέδας και του Ηνιόχου, και σε μια περιοχή πλούσια σε αστρικά σμήνη. Αποτελείται από 136 αστέρες, ορατούς με γυμνό μάτι, και από τρία αστρικά σμήνη,… … Dictionary of Greek
Πηγασίδες — (Αστρον.). Σμήνος μετέωρων, του οποίου το ακτινοβόλο σημείο βρίσκεται στον αστερισμό του Πήγασου. Την τροχιά του σμήνους συναντά η Γη στις 30 Μαΐου περίπου, οπότε εμφανίζεται βροχή από τα ουράνια αυτά σώματα. * * * οι, Ν αστρον. σμήνος μετεώρων,… … Dictionary of Greek
Τιτάν — (Αστρον.). Ένας από τους 9 δορυφόρους του Κρόνου και ο λαμπρότερος. Είναι ορατός με τηλεσκόπιο μικρής έντασης ως αστέρας 8,3 μεγέθους. Ανακαλύφθηκε το 1655 από τον Χούιγκενς. Σε σειρά απόστασης από τον κεντρικό πλανήτη έρχεται έκτος και απέχει… … Dictionary of Greek