-
1 Κυναστρον
См. также в других словарях:
κοντάριον — κοντάριον, τὸ (ΑM) 1. βλ. κοντάρι 2. αστρον. κύριο σημείο τής εκλειπτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) + υποκορ. κατάλ. άριον (< λατ. arium), πρβλ. κυν άριον, τροπ άριον] … Dictionary of Greek
1 Κυναστρον
κοντάριον — κοντάριον, τὸ (ΑM) 1. βλ. κοντάρι 2. αστρον. κύριο σημείο τής εκλειπτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) + υποκορ. κατάλ. άριον (< λατ. arium), πρβλ. κυν άριον, τροπ άριον] … Dictionary of Greek