Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀστεροπητής

См. также в других словарях:

  • αστεροπητής — ἀστεροπητής, ο (Α) [αστεροπή] (για τον Δία) αυτός που αστράφτει …   Dictionary of Greek

  • ἀστεροπητής — lightener masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροπηταί — ἀστεροπητής lightener masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροπητῇ — ἀστεροπητής lightener masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροπητήν — ἀστεροπητής lightener masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροπητά — ἀστεροπητά̱ , ἀστεροπητής lightener masc nom/voc/acc dual ἀστεροπητής lightener masc voc sg ἀστεροπητής lightener masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • stē̆ r-2 —     stē̆ r 2     English meaning: star     Deutsche Übersetzung: ‘stern”     Material: O.Ind. instr. pl. str̥bhiḥ, nom. pl. türaḥ m. ‘sterne”, tarü f. ‘star”, Av. acc. sg. stü̆ rǝm, gen. stürō, pl. nom. staras ča, stürō, acc. strǝ̄ uš, gen …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • αστεροπή — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κεβρήνα, ποτάμιου θεού, σύζυγος του Αίσακου, γιου του Πριάμου και της πρώτης συζύγου του Αρίσβης. Όταν πέθανε, τη θρήνησε τόσο ο σύζυγός της, που οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε πουλί. 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»