-
1 αστέγαστος
-
2 ἀστέγαστος
-
3 ἀστέγαστος
ἀστέγαστος, ον,A uncovered,ἀγγεῖον Gal.17(2).153
: of a ship, undecked, Antipho 5.22, cf. Apollod.Poliorc.185.10; roofless, PGen.11.7 (iv A. D.); διὰ τὸ ἀ. from their having no shelter, Th.7.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστέγαστος
-
4 αστέγαστος
η, ο [ος, ον ]1) непокрытый, без крыши; 2) не обеспеченный жильём; оставшийся без крова;§ αστέγαστο πλοίο — беспалубное судно
-
5 ἀστέγαστος
ἀ-στέγαστος, unbedeckt, ohne Dach -
6 αστέγαστον
-
7 ἀστέγαστον
-
8 αστεγάστου
-
9 ἀστεγάστου
-
10 αστεγάστους
-
11 ἀστεγάστους
-
12 αστέγαστα
-
13 ἀστέγαστα
-
14 Uncovered
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Uncovered
-
15 Undecked
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Undecked
См. также в других словарях:
ἀστέγαστος — uncovered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστέγαστος — η, ο (AM ἀστέγαστος, ον) [στεγάζω] (για οικοδομές) αυτός που δεν έχει στέγη ή σκεπή νεοελλ. αυτός που δεν έχει στέγη, σπίτι, ο άστεγος αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει σκέπασμα («ἀστέγαστον ἀγγεῖον» «ἀστέγαστος», χωρίς κουβέρτα) 2. (για πλοίο) δίχως… … Dictionary of Greek
αστέγαστος, -η — ο 1. αυτός που δε σκεπάζεται από στέγη, ασκέπαστος: Το σπίτι ήταν αστέγαστο. 2. αυτός που δεν έχει κατοικία, ο άστεγος: Αρκετοί σεισμόπληκτοι είναι ακόμη αστέγαστοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστέγαστον — ἀστέγαστος uncovered masc/fem acc sg ἀστέγαστος uncovered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεγάστου — ἀστέγαστος uncovered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεγάστους — ἀστέγαστος uncovered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστέγαστα — ἀστέγαστος uncovered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγείσωτος — η, ο (Α ἀγείσωτος, ον) [γεισώ] αυτός που δεν έχει γείσο, θριγκό, ο αστέγαστος … Dictionary of Greek
αθρίγγωτος — ἀθρίγγωτος, ον (η λέξη αναφέρεται στο «Ετυμολογικόν Μέγα») αυτός που δεν έχει θριγγό, αγείσωτος, αστέγαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριγγῶ, νεώτερος τ. (με γγ αντί γκ ) τού θριγκῶ (= περιβάλλω, περιφράσσω κάτι με θριγκό] … Dictionary of Greek
ανώροφος — ἀνώροφος, ον (Α) ο χωρίς οροφή, αστέγαστος … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek