-
1 αστεγάστους
-
2 ἀστεγάστους
См. также в других словарях:
ἀστεγάστους — ἀστέγαστος uncovered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αστεγάστους
2 ἀστεγάστους
ἀστεγάστους — ἀστέγαστος uncovered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)