-
1 ασπιδοδουπος
-
2 ἀσπιδόδουπος
1 with ringing shieldsἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
-
3 ἀσπιδόδουπος
ἀσπῐδό-δουπος, ον,A clattering with shields, Pi.I.1.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσπιδόδουπος
-
4 ἀσπιδόδουπος
ἀσπιδό-δουπος, schildrauschend, δρόμος, Waffenlauf -
5 ασπιδοδούποισιν
-
6 ἀσπιδοδούποισιν
См. также в других словарях:
ασπιδόδουπος — ἀσπιδόδουπος, ον (Α) αυτός που προξενεί κρότο με την ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς( ίδος) + δούπος «θόρυβος»] … Dictionary of Greek
ἀσπιδοδούποισιν — ἀσπιδόδουπος clattering with shields masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek