Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀσπῐδόδουπος

См. также в других словарях:

  • ασπιδόδουπος — ἀσπιδόδουπος, ον (Α) αυτός που προξενεί κρότο με την ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς( ίδος) + δούπος «θόρυβος»] …   Dictionary of Greek

  • ἀσπιδοδούποισιν — ἀσπιδόδουπος clattering with shields masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»