-
1 ασπίδιον
-
2 ἀσπίδιον
-
3 ἀσπίδιον
A small shield, Hermipp.16, IG2.61.34, Men.765, etc.2 = ἀτρακτυλίς, Ps.-Dsc.3.93.3 = ἄλυσσον, ib.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσπίδιον
-
4 ασπιδίοις
-
5 ἀσπιδίοις
-
6 ασπιδίοισ'
-
7 ἀσπιδίοισ'
-
8 ασπιδίου
-
9 ἀσπιδίου
-
10 ασπιδίων
-
11 ἀσπιδίων
-
12 ασπίδια
-
13 ἀσπίδια
-
14 ἀσπιδεῖον
ἀσπῐδεῖον, τό, part ofA shield, IG2.720B i 16 (iv B.C.), cf. Rev.Épigr. 1.239 (Naples, ii A.D.): pl., defined as αἱ πτυχαὶ τῶν ἀσπίδων, Hsch.II part of the prow of a ship, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσπιδεῖον
-
15 ἀσπίς 1
ἀσπίς 1., - ίδοςGrammatical information: f.Derivatives: Dimin. ἀσπίδιον (Hermipp.), also a plant (Dsc.; s. Strömberg Pflanzennamen 55). - ἀσπιστής `warrior with shield' (Il.), ἀσπιδιώτης (Il.) m.c. (Meister HK 30). Note ἀσπιδεὶα· τὰς πτύχας τὼν ἀσπίδων καὶ μέρος τῆς νεὼς πρὸς τῃ̃ πρύμνᾳ H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. The explanation as *ἀν-σπίς, to σπίδιος (Bechtel Lex.), almost certainly wrong. - The comparison with Lith. skỹdas `shield' (Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 23) is improbable; Fraenkel considers it a loan from Germanic. - For the connection with OHG aspa `asp' s. Thieme, Heimat 546-548, but this word had - ps-, not - sp- (which may not be prohibitive). - ἀσπίς could well be a loanword, from the substr. or not; cf. Trümpy. (Improb. vW.)Page in Frisk: 1,168-169Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀσπίς 1
См. также в других словарях:
ασπίδιον — ἀσπίδιον, το (Α) [ασπίς] 1. η μικρή ασπίδα 2. το φυτό ατρακτυλίς 3. το φυτό άλυσσον, που το θεωρούσαν θεραπευτικό για τη λύσσα των σκυλιών … Dictionary of Greek
ἀσπίδιον — small shield neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδίοις — ἀσπίδιον small shield neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδίου — ἀσπίδιον small shield neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδίων — ἀσπίδιον small shield neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπίδια — ἀσπίδιον small shield neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
QUADRATA Pelta Thracica — Suidae ἀσπίδιον τετράγωνον, vide supra Pelta … Hofmann J. Lexicon universale
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
πτέρις — Γένος φυτών της οικογένειας των πολυποδιιδών. Περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, που απαντούν στις θερμές περιοχές. Οι π. είναι ποώδη φυτά, πολυετή, με ριζωματικά φύλλα και πολυσχιδή. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει το είδος π. η αέτειος, γνωστή και… … Dictionary of Greek
φευξασπίδιον — τὸ, ΜΑ είδος ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού, το φυτό πόλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φεύγω* + ἀσπίδιον, ονομ. φυτού. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι αποτελεί αντίδοτο για το δηλητήριο τών ερπετών] … Dictionary of Greek
ἀσπιδίοισ' — ἀσπιδίοισι , ἀσπίδιον small shield neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)