-
1 ἀσπιδη-στρόφος
ἀσπιδη-στρόφος, λεώς Aesch. Ag. 799, schildschwingend.
-
2 ἀσπιδηστρόφος
ἀσπῐδη-στρόφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσπιδηστρόφος
-
3 ἀσπιδηστρόφος
-
4 ασπιδηστροφος
См. также в других словарях:
καρδιοστρόφος — καρδιοστρόφος, ὁ (Μ) αυτός που στρέφει, που ταράζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. ασπιδη στρόφος, ηνιο στρόφος] … Dictionary of Greek