-
1 ασπιδηστροφος
-
2 ἀσπιδηστρόφος
ἀσπῐδη-στρόφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσπιδηστρόφος
-
3 ἀσπιδηστρόφος
См. также в других словарях:
ασπιδηστρόφος — ἀσπιδηστρόφος, ον (Α) αυτός που ξέρει να χειρίζεται την ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + στροφος < στρέφω. Ο τ. ασπιδηστρόφος κατά το πρότυπο του ασπιδηφόρος] … Dictionary of Greek
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek