-
1 ἀσπάσιος
ἀσπάσιος, fem. ἀσπάσιος Od. 23, 233, ἀσπασίη Iliad. 8, 488, vgl. Luc. Necyom. 1; willkommen, erwünscht, Hom. z. B. Iliad. 10, 35 τῷ δ' ἀσπάσιος γένετ' ἐλϑών; erfreut, zufrieden, Hom. z. B. Od. 23, 238 ἀσπάσιοι δ' ἐπέβαν γαίης. – Adv. ἀσπασίως, gern, freudig, ἀσπασίως ἴδε γαῖαν Od. 4, 523, er war froh, daß er das Land sah, u. so öfter; ἀσπασίως τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο δόρπον ἐποίχεσϑαι Od. 13, 33; Aesch. Ag. 1536; Theocr. 16, 7.
-
2 ἀσπάσιος
ἀσπάσιος, willkommen, erwünscht; erfreut, zufrieden -
3 βίοτος
βίοτος, ὁ, poet. = βίος; Hom. oft; = L eben Iliad. 7, 104 ἔνϑα κέ τοι, Μενέλαε, φάνη βιότοιο τελευτὴ Ἕκτορος ἐν παλάμῃσιν; 4, 170 αἴ κε ϑάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο; Od. 2, 218 εἰ μέν κεν πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσω; 5, 394 ὡς δ' ὅτ' ἂν ἀσπάσιος βίοτος παίδεσσι φανήῃ πατρός, ὃς ἐν νούσῳ κῆται; = Vermögen Od. 2, 123 τόφρα γὰρ οὖν βίοτόν τε τεὸν καὶ κτήματ' ἔδονται, Homerisch, βίοτον u. κτήματα stehn παραλλήλως, d. h. sie sind gleichbedeutend; vgl. 16, 384; Od. 3, 301 βίοτον καὶ χρυσόν παραλλήλως; = Waaren Od. 15, 456 ἐν νηὶ βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο; = Kaufsumme für einen Sklaven Od. 17, 250 ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι; = Lebensunterhalt Od. 17, 594, wo Eumäus zum Telemachus sagt ἐγὼ μὲν ἄπειμι, σύας καὶ κεῖνα φυλάξων, σὸν καὶ ἐμὸν βίοτον; vgl. noch Iliad. 14. 122 ναῖε δὲ δῶμα ἀφνειὸν βιότοιο und Od. 1, 160 ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν; – öfter Tragg. u. Pind.; Lebensart, Ar. Eccl. 594.
См. также в других словарях:
ἀσπάσιος — welcome masc nom sg ἀσπάσιος welcome masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσπάσιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπάσιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Χαράκτης (β’ μισό 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Έκανε αντίγραφο της Παρθένου Αθηνάς του Φειδία σε δακτυλιόλιθο (Μουσείο Βιέννης). 2. Ρήτορας από την Τύρο, της ελληνορωμαϊκής περιόδου. Έγραψε ιστορία της Τύρου. 3 … Dictionary of Greek
ἀσπασιώτατα — ἀσπάσιος welcome adverbial superl ἀσπάσιος welcome neut nom/voc/acc superl pl ἀσπάσιος welcome adverbial superl ἀσπάσιος welcome neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασιώτατον — ἀσπάσιος welcome masc acc superl sg ἀσπάσιος welcome neut nom/voc/acc superl sg ἀσπάσιος welcome masc acc superl sg ἀσπάσιος welcome neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασίως — ἀσπάσιος welcome adverbial ἀσπάσιος welcome masc acc pl (doric) ἀσπάσιος welcome adverbial ἀσπάσιος welcome masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπάσιον — ἀσπάσιος welcome masc acc sg ἀσπάσιος welcome neut nom/voc/acc sg ἀσπάσιος welcome masc/fem acc sg ἀσπάσιος welcome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασίων — ἀσπάσιος welcome fem gen pl ἀσπάσιος welcome masc/neut gen pl ἀσπάσιος welcome masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασίοις — ἀσπάσιος welcome masc/neut dat pl ἀσπάσιος welcome masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασίοισι — ἀσπάσιος welcome masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀσπάσιος welcome masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασίου — ἀσπάσιος welcome masc/neut gen sg ἀσπάσιος welcome masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)