-
1 ασπασιος
3 и 21) желанный, приятный, милый(οὐχ ἡδεῖα οὐδὲ ἀ. ὁδός Luc.)
Ἀχαιοῖς ἀσπασίη ἐπήλυθε νύξ Hom. — наступила желанная ахейцам ночь2) радующийся, довольный(ἀσπάσιοι ἐπέβαν Hom.)
-
2 ασπαστος
См. также в других словарях:
ἀσπάσιος — welcome masc nom sg ἀσπάσιος welcome masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσπάσιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπάσιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Χαράκτης (β’ μισό 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Έκανε αντίγραφο της Παρθένου Αθηνάς του Φειδία σε δακτυλιόλιθο (Μουσείο Βιέννης). 2. Ρήτορας από την Τύρο, της ελληνορωμαϊκής περιόδου. Έγραψε ιστορία της Τύρου. 3 … Dictionary of Greek
ἀσπασιώτατα — ἀσπάσιος welcome adverbial superl ἀσπάσιος welcome neut nom/voc/acc superl pl ἀσπάσιος welcome adverbial superl ἀσπάσιος welcome neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασιώτατον — ἀσπάσιος welcome masc acc superl sg ἀσπάσιος welcome neut nom/voc/acc superl sg ἀσπάσιος welcome masc acc superl sg ἀσπάσιος welcome neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασίως — ἀσπάσιος welcome adverbial ἀσπάσιος welcome masc acc pl (doric) ἀσπάσιος welcome adverbial ἀσπάσιος welcome masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπάσιον — ἀσπάσιος welcome masc acc sg ἀσπάσιος welcome neut nom/voc/acc sg ἀσπάσιος welcome masc/fem acc sg ἀσπάσιος welcome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασίων — ἀσπάσιος welcome fem gen pl ἀσπάσιος welcome masc/neut gen pl ἀσπάσιος welcome masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασίοις — ἀσπάσιος welcome masc/neut dat pl ἀσπάσιος welcome masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασίοισι — ἀσπάσιος welcome masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀσπάσιος welcome masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπασίου — ἀσπάσιος welcome masc/neut gen sg ἀσπάσιος welcome masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)