-
1 ασκελης
I2[σκέλος] безногий(ἀ. καὴ ἄπους Plat., Arst.)
II2[σκέλλω]1) высохший, изнуренный(ἀ. καὴ ἄθυμος Hom.)
2) упорный, постоянный
См. также в других словарях:
ἀσκελές — ἀσκελής dried up masc/fem voc sg ἀσκελής dried up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHORCUS sive PHORCYS — PHORCUS, sive PHORCYS Ponti ac Terrae filius. Hesiod. in Theogon. v. 237. Αὖτις δ᾿ αὖ Θαύμαντα μέγαν καὶ ἀγήνορα Φόρκυν, Γαίῃ μισγόμενος, καὶ Κητὼ καλλιπάρῃον. Varro tamen Theseae, alii Thoosae legunt, Nymphae ac Neptuni filium fuisse scribit,… … Hofmann J. Lexicon universale
ασκελής — (I) ἀσκελής, ές (Α) 1. ο πολύ ταλαιπωρημένος, ο καταβεβλημένος 2. επίρρ. ἀσκελές (αιτ. ουδ.) και ἀσκελέως επίμονα, τραχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως τύπος με πολλές ερμηνευτικές δυσχέρειες. Μαρτυρείται στον Όμηρο και τον Νίκανδρο. Το θέμα… … Dictionary of Greek