-
1 ἀ-σκελής [2]
ἀ-σκελής, ές (σκέλλω); Hom. Od. 10, 463 ἀσκελέες καὶ ἄϑυμοι, ohne Kraft u. Muth; ἀσκελὲς αἰεὶ κεχόλωται 1, 68, ohne Aufhören, ἀσκ. u. αἰεί parallel; μηκέτι πολὺν χρόνον ἀσκελὲς οὕτως κλαῖε 4, 543; ἀσκελέως αἰεὶ μενεαινέμεν Iliad. 19, 68. Die Natur des α ist zweifelhaft. Vgl. Nic. Tier. 42. 278.
См. также в других словарях:
ἀσκελές — ἀσκελής dried up masc/fem voc sg ἀσκελής dried up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHORCUS sive PHORCYS — PHORCUS, sive PHORCYS Ponti ac Terrae filius. Hesiod. in Theogon. v. 237. Αὖτις δ᾿ αὖ Θαύμαντα μέγαν καὶ ἀγήνορα Φόρκυν, Γαίῃ μισγόμενος, καὶ Κητὼ καλλιπάρῃον. Varro tamen Theseae, alii Thoosae legunt, Nymphae ac Neptuni filium fuisse scribit,… … Hofmann J. Lexicon universale
ασκελής — (I) ἀσκελής, ές (Α) 1. ο πολύ ταλαιπωρημένος, ο καταβεβλημένος 2. επίρρ. ἀσκελές (αιτ. ουδ.) και ἀσκελέως επίμονα, τραχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως τύπος με πολλές ερμηνευτικές δυσχέρειες. Μαρτυρείται στον Όμηρο και τον Νίκανδρο. Το θέμα… … Dictionary of Greek