-
1 ασκελεως
-
2 ασκελέως
-
3 ἀσκελέως
-
4 ἀ-σκελής [2]
ἀ-σκελής, ές (σκέλλω); Hom. Od. 10, 463 ἀσκελέες καὶ ἄϑυμοι, ohne Kraft u. Muth; ἀσκελὲς αἰεὶ κεχόλωται 1, 68, ohne Aufhören, ἀσκ. u. αἰεί parallel; μηκέτι πολὺν χρόνον ἀσκελὲς οὕτως κλαῖε 4, 543; ἀσκελέως αἰεὶ μενεαινέμεν Iliad. 19, 68. Die Natur des α ist zweifelhaft. Vgl. Nic. Tier. 42. 278.
-
5 δυσμετάστρεπτος
δυσμετά-στρεπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσμετάστρεπτος
-
6 ἀσκάλευτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσκάλευτος
-
7 ἀσκελής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσκελής
-
8 ἀεί
ἀεί, αἰεί, αἰέν: always, ever; joined with ἀσκελέως, ἀσφαλές, διαμπερές, ἐμμενές, μάλα, νωλεμές, συνεχές. Also αἰεὶ ἤματα πάντα.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀεί
-
9 ἀσκελής
ἀ - σκελής, ές ( σκέλλω): withered, wasted, Od. 10.463; adv., ἀσκελές, obstinately, persistently, Od. 1.68, Od. 4.543 ; ἀσκελέως, unceasingly, with αἰεί, Il. 19.68.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀσκελής
-
10 ἀσκελής
Grammatical information: adj.Meaning: `obstinate'; also `weak'? (Il.)Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: Mostly derived from σκέλλω `dry up' either with α privativum `not dried up, weak' (cf. περι-σκελής `completely dried up, hard') or with α copulativum `dried up, hard' (note the contradiction). The latter meaning fits ἀσκελες αἰεί, with the notion `obstinately', but not κ 463, where it seems to mean `weak'. Cf. Bechtel, Lex. s. v., Winter Prothet. Vokal 18 m. A. 2 adducing ἀσκαλεῶς ἄγαν σκληρῶς H. (wrong for ἀσκελέως?).Page in Frisk: 1,163Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀσκελής
См. также в других словарях:
ἀσκελέως — ἀσκελής dried up adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκελής — (I) ἀσκελής, ές (Α) 1. ο πολύ ταλαιπωρημένος, ο καταβεβλημένος 2. επίρρ. ἀσκελές (αιτ. ουδ.) και ἀσκελέως επίμονα, τραχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως τύπος με πολλές ερμηνευτικές δυσχέρειες. Μαρτυρείται στον Όμηρο και τον Νίκανδρο. Το θέμα… … Dictionary of Greek