-
61 ασθμαίνουσα
-
62 ἀσθμαίνουσα
-
63 ασθμαίνουσαι
-
64 ἀσθμαίνουσαι
-
65 ασθμαίνουσαν
-
66 ἀσθμαίνουσαν
-
67 ασθμαίνων
-
68 ἀσθμαίνων
-
69 επασθμαίνων
-
70 ἐπασθμαίνων
-
71 επήσθμαινεν
-
72 ἐπήσθμαινεν
-
73 περιήσθμαινε
περϊήσθμαινε, περί-ἀσθμαίνωbreathe hard: imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) -
74 υπερασθμαίνοι
-
75 ὑπερασθμαίνοι
-
76 υπερασθμαίνουσα
-
77 ὑπερασθμαίνουσα
-
78 κατασθμαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασθμαίνω
-
79 ἀσθμάζω
ἀσθμ-άζω· ἀσθμαίνω, AB451.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσθμάζω
-
80 ἰθμαίνω
ἰθμαίνω· ἀσθμαίνω, Hsch. [full] ἰθμία· ἡ τῶν μελισσῶν ἐρυθρὰ κόπρος, Id. [full] ἰθμίν (sic)· περιστόμιον, περιτραχήλιον, ἢ στεφανίς, Id. (cf. ἴσθμιον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰθμαίνω
См. также в других словарях:
ἀσθμαίνω — breathe hard pres subj act 1st sg ἀσθμαίνω breathe hard pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασθμαίνω — βλ. πίν. 44 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασθμαίνω — (AM ἀσθμαίνω) [άσθμα] αναπνέω με κόπο, κοντανασαίνω, λαχανιάζω αρχ. 1. καταβάλλω προσπάθεια 2. περιμένω κάτι με ανυπομονησία … Dictionary of Greek
ασθμαίνω — (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), λαχανιάζω, κοντανασαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσθμαίνῃ — ἀσθμαίνω breathe hard pres subj mp 2nd sg ἀσθμαίνω breathe hard pres ind mp 2nd sg ἀσθμαίνω breathe hard pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθμαινόντων — ἀσθμαίνω breathe hard pres part act masc/neut gen pl ἀσθμαίνω breathe hard pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθμαῖνον — ἀσθμαίνω breathe hard pres part act masc voc sg ἀσθμαίνω breathe hard pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθμαίνει — ἀσθμαίνω breathe hard pres ind mp 2nd sg ἀσθμαίνω breathe hard pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθμαίνοντα — ἀσθμαίνω breathe hard pres part act neut nom/voc/acc pl ἀσθμαίνω breathe hard pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθμαίνοντι — ἀσθμαίνω breathe hard pres part act masc/neut dat sg ἀσθμαίνω breathe hard pres ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθμαίνουσι — ἀσθμαίνω breathe hard pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀσθμαίνω breathe hard pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)