Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατ-ασθμαίνω

См. также в других словарях:

  • κονταίνω — και κοντένω (Μ κονταίνω) 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι πιο κοντό, βραχύνω («πρέπει να κοντύνεις το παντελόνι σου, γιατί τό πατάς») β) λιγοστεύω ή περιορίζω κάτι 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πιο κοντός («έπλυνα την μπλούζα και κόντυνε») β) λιγοστεύω, μειώνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ξεφυσώ — άω 1. αφήνω να περάσει από μέσα μου αέρας ή αέριο ορμητικά («το πιστόνι τής τρόμπας ξεφυσάει») 2. αναπνέω με δυσκολία μετά από τρέξιμο ή σωματική καταπόνηση, αγκομαχώ, λαχανιάζω, ασθμαίνω 3. αναστενάζω βαθιά 4. (κατ ευφ.) κλάνω, πέρδομαι. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»