Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀσηρός

См. также в других словарях:

  • ἀσηρός — causing discomfort masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσηρος — without worms masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσηρόν — ἀσηρός causing discomfort masc/fem acc sg ἀσηρός causing discomfort neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσηρον — ἄσηρος without worms masc/fem acc sg ἄσηρος without worms neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσηροί — ἀσηρός causing discomfort masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσήρου — ἄσηρος without worms masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσηροι — ἄσηρος without worms masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαροτέρας — ἀσᾱροτέρᾱς , ἀσηρός causing discomfort fem acc comp pl (aeolic) ἀσᾱροτέρᾱς , ἀσηρός causing discomfort fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσαρον — hazelwort neut nom/voc/acc sg ἄσαρος masc/fem acc sg ἄσαρος neut nom/voc/acc sg ἄσᾱρον , ἀσηρός causing discomfort masc/fem acc sg (aeolic) ἄσᾱρον , ἀσηρός causing discomfort neut nom/voc/acc sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • άσαρος — ἄσαρος, ον (αιολ.) (Α) [άσα, αιολ. τ. του άση*] ο ασηρός* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»