Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρῶν

См. также в других словарях:

  • Ἀρῶν — Ἀρή fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρῶν — ἄρος use neut gen pl (attic epic doric) ἀ̱ρῶν , ἀείρω attach fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἀρά prayer fem gen pl (ionic) ἀράζω snarl fut part act masc voc sg ἀράζω snarl fut part act neut nom/voc/acc sg ἀράζω snarl fut part act masc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρων — ἄρον cuckoo pint neut gen pl ἄ̱ρων , ἀρόω plough imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ρων , ἀρόω plough imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀρόω plough imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀρόω plough imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ααρών ή Αρών, Πέντρο — (Φλωρεντία, τέλη 15ου αι. – 1562). Ιταλός μουσικοδιδάσκαλος. Είναι ένας από τους πρώτους θεωρητικούς της μουσικής που καθόρισε συστηματικά και με σαφήνεια τους κανόνες της σύγχρονης αντίστιξης και από τους πρώτους θεωρητικούς που εγκατέλειψαν τη… …   Dictionary of Greek

  • ὤρων — ἄρων , ἄρον cuckoo pint neut gen pl ἄ̱ρων , ἀρόω plough imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ρων , ἀρόω plough imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλιαρῶν — χλῑαρῶν , χλιαρός warm fem gen pl χλῑαρῶν , χλιαρός warm masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHARTOPHYLAX — in Ecclesia Constantinopolitana, custos erat annuli Patriarchalis, quem ille a Patriatcha sollenniter acceptum, in pectore gestabat; ut dictum: quemadmodum Magno Logothetae vel etiam Accubitori palae, cura annuli vel sigilli, quô literae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παραιρώ — έω, Α [αιρώ] 1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω 2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.) 3. μέσ. παραιροῡμαι, έομαι α) αποσπώ κάτι από κάποιον και τό οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται… …   Dictionary of Greek

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»