-
1 αρεσκεια
ἡ угодливость, раболепие Arst., Polyb. -
2 ἀρέσκεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀρέσκεια
-
3 αρέσκεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αρέσκεια
-
4 αρέσκεια
αρέσκ(ε)ιά η1) нахождение удовольствия, удов- летворения; 2):§ κατ' αρέσκειαν — по своему выбору, по своему вкусу
-
5 ἀρεσκεία
угодливость, желание угождать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρεσκεία
-
6 αρεσκευμα
-
7 699
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 699
См. также в других словарях:
ἀρεσκείᾳ — ἀρεσκείᾱͅ , ἀρέσκεια obsequiousness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀρεσκείᾱͅ , ἀρεσκεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέσκεια — obsequiousness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρέσκεια — η (AM ἀρέσκεια) ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προτίμηση αρχ. 1. το να προσπαθεί κάποιος να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, η δουλοπρέπεια 2. κάθε τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον 3. (με καλή σημασία) η καλή, η αρμόζουσα, η ηθική συμπεριφορά 4. αἱ… … Dictionary of Greek
ἀρεσκείας — ἀρεσκείᾱς , ἀρέσκεια obsequiousness fem acc pl ἀρεσκείᾱς , ἀρέσκεια obsequiousness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀρεσκείᾱς , ἀρεσκεία fem acc pl ἀρεσκείᾱς , ἀρεσκεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεσκείαις — ἀρέσκεια obsequiousness fem dat pl ἀρεσκεία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεσκείαν — ἀρεσκείᾱν , ἀρεσκεία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέσκειαι — ἀρέσκεια obsequiousness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέσκειαν — ἀρέσκεια obsequiousness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαρέσκεια — ἡ, Μ προσποιητή φιλοφροσύνη, κολακεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + αρέσκεια (< άρεσκος < ἀρέσκω), πρβλ. φιλ αρέσκεια] … Dictionary of Greek
AMBITIO — apud Solin. c. 25. ubi de Britannia, Navig ant autem vimineis alveis, quos circumdant ambitione tergorum bubulorum: est ἡ περιβολὴ. Uti apud Tertullianum de Pallio, Cum latioris purpurae ambitro et Galatici ruboris superiectio Saturnum commendat … Hofmann J. Lexicon universale
άρεσκος — ἄρεσκος, ο, η (AM) 1. ευχάριστος στους τρόπους 2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως αρχ. αρεσκεύομαι. ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος αρχ. ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος] … Dictionary of Greek