-
1 hoşlanma
αρέσκεια -
2 liking
αρέσκεια -
3 a sweet tooth
(a liking for sweet food: My friend has a sweet tooth.) αρέσκεια για τα γλυκά -
4 вкус
-а α.1. γεύση•горький вкус πικρή γεύση•
кислый вкус ξυνή γεύση•
органы -а τα όργανα της γεύσης•
приятный вкус ευχάριστη γεύση•
пробовать на вкус γεύομαι, δοκιμάζω τη γεύση.
2. κλίση, τάση•вкус к поэзии κλίση στην ποίηση.
|| γούστο, αρέσκεια•на мой вкус κατά το γούστο μου•
он был одетым со вкусом ήταν ντυμένος με γούστο, γουστόζικα•
у нее хороший вкус αυτή είναι νόστιμη, -μούλα•
приобрести вкус αποκτώ καλή συνήθεια•
это дело -а αυτό είναι κατά το γούστο του καθενός.
3. τρόπος, στυλ•ваза в античном -е δοχείο αρχαίου στυλ.
εκφρ.о -ах не спорят – περί ορέξεως ουδείς λόγος•войти во вкус – ορέγομαι, επιδίδομαι, με πάθος•входить во вкус – αρχίζω να γεύομαι, να αισθάνομαι ικανοποίηση. -
5 выбор
-а α.1. εκλογή• διάλεγμα•выбор профессии εκλογή επαγγέλματος•
выбор пал на него η εκλογή έπεσε σ’ αυτόν•
у меня нет другого -а για μένα δεν υπάρχει άλλη εκλογή, άλλος δρόμος.
2. συλλογή, εκλογή κατά προτίμηση•большой выбор товаров μεγάλη συλλογή εμπορευμάτων, παντοειδή εμπορεύματα.
3. πλθ. -ы εκλογές• αρχαιρεσίες•парламентские -ы βουλευτικές εκλογές.
εκφρ.без -а – χωρίς εκλογή•на выбор – κατ’ εκλογή, κατ’ αρέσκεια•по -у – βλ. προηγούμενη έκφραση. -
6 любовь
-бви, οργ. -вью θ.1. ιστοργή, αγάπη•материнская любовь μητρική στοργή•
любовь к родине αγάπη προς την πατρίδα.
2. έρωτας•жениться по -ви παντρεύομαι με έρωτα•
первая любовь η πρώτη αγάπη.
|| αρέσκεια• πόθος•любовь к искусству αγάπη προς την Τέχνη•
любовь к приключениям πόθος για περιπέτειες.
-
7 мой
моего α., моя, моей θ., моё, моего ουδ., πλθ. мой, моих.1. (αντων. κτητική)• δικός μου, μου•мой дом το σπίτι μου•
моя родина η πατρίδα μου•
моё поле το χωράφι μου•
мой вещи τα πράγματα μου.
2. ουσ. ουδ. моё δικό μου.3. ουσ. πλθ. мой οι συγγενείς, οι δικοί μου. || ουσ. мой, моя• ο σύζυγος μου, η σύζυγος μου.εκφρ.α) όπως θέλω εγώ, κατά την αρέσκεια μου, όπως μου γουστάρει κατά το δικό μου τρόπο•β) κατά τη γνώμη μου, κατ εμένα, όπως εγώ νομίζω•с моё – τόσο όσο εγώ• έτσι όπως εγώ•(это) не по моей части – δεν είναι δική μου δουλεία η αρμοδιότητα. -
8 чванливость
-и θ.τάση, αρέσκεια για υπερηφάνεια, για καυχησιολογία. -
9 zevk
1. απόλαυση, κέφι, αναγάλλιασμα, ψυχαγωγία2. απόλαυση, αρέσκεια, τέρψη -
10 pleasure
1) αρέσκεια2) ευχαρίστηση3) ηδονή -
11 satisfaction
1) αρέσκεια2) ικανοποίηση
См. также в других словарях:
ἀρεσκείᾳ — ἀρεσκείᾱͅ , ἀρέσκεια obsequiousness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀρεσκείᾱͅ , ἀρεσκεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέσκεια — obsequiousness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρέσκεια — η (AM ἀρέσκεια) ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προτίμηση αρχ. 1. το να προσπαθεί κάποιος να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, η δουλοπρέπεια 2. κάθε τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον 3. (με καλή σημασία) η καλή, η αρμόζουσα, η ηθική συμπεριφορά 4. αἱ… … Dictionary of Greek
ἀρεσκείας — ἀρεσκείᾱς , ἀρέσκεια obsequiousness fem acc pl ἀρεσκείᾱς , ἀρέσκεια obsequiousness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀρεσκείᾱς , ἀρεσκεία fem acc pl ἀρεσκείᾱς , ἀρεσκεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεσκείαις — ἀρέσκεια obsequiousness fem dat pl ἀρεσκεία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεσκείαν — ἀρεσκείᾱν , ἀρεσκεία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέσκειαι — ἀρέσκεια obsequiousness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέσκειαν — ἀρέσκεια obsequiousness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαρέσκεια — ἡ, Μ προσποιητή φιλοφροσύνη, κολακεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + αρέσκεια (< άρεσκος < ἀρέσκω), πρβλ. φιλ αρέσκεια] … Dictionary of Greek
AMBITIO — apud Solin. c. 25. ubi de Britannia, Navig ant autem vimineis alveis, quos circumdant ambitione tergorum bubulorum: est ἡ περιβολὴ. Uti apud Tertullianum de Pallio, Cum latioris purpurae ambitro et Galatici ruboris superiectio Saturnum commendat … Hofmann J. Lexicon universale
άρεσκος — ἄρεσκος, ο, η (AM) 1. ευχάριστος στους τρόπους 2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως αρχ. αρεσκεύομαι. ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος αρχ. ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος] … Dictionary of Greek