Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀρέσκεια

  • 1 hoşlanma

    αρέσκεια

    Türkçe-Yunanca Sözlük > hoşlanma

  • 2 liking

    αρέσκεια

    English-Greek new dictionary > liking

  • 3 a sweet tooth

    (a liking for sweet food: My friend has a sweet tooth.) αρέσκεια για τα γλυκά

    English-Greek dictionary > a sweet tooth

  • 4 вкус

    α.
    1. γεύση•

    горький вкус πικρή γεύση•

    кислый вкус ξυνή γεύση•

    органы -а τα όργανα της γεύσης•

    приятный вкус ευχάριστη γεύση•

    пробовать на вкус γεύομαι, δοκιμάζω τη γεύση.

    2. κλίση, τάση•

    вкус к поэзии κλίση στην ποίηση.

    || γούστο, αρέσκεια•

    на мой вкус κατά το γούστο μου•

    он был одетым со вкусом ήταν ντυμένος με γούστο, γουστόζικα•

    у нее хороший вкус αυτή είναι νόστιμη, -μούλα•

    приобрести вкус αποκτώ καλή συνήθεια•

    это дело -а αυτό είναι κατά το γούστο του καθενός.

    3. τρόπος, στυλ•

    ваза в античном -е δοχείο αρχαίου στυλ.

    εκφρ.
    о -ах не спорят – περί ορέξεως ουδείς λόγος•
    войти во вкус – ορέγομαι, επιδίδομαι, με πάθος•
    входить во вкус – αρχίζω να γεύομαι, να αισθάνομαι ικανοποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > вкус

  • 5 выбор

    α.
    1. εκλογή• διάλεγμα•

    выбор профессии εκλογή επαγγέλματος•

    выбор пал на него η εκλογή έπεσε σ’ αυτόν•

    у меня нет другого -а για μένα δεν υπάρχει άλλη εκλογή, άλλος δρόμος.

    2. συλλογή, εκλογή κατά προτίμηση•

    большой выбор товаров μεγάλη συλλογή εμπορευμάτων, παντοειδή εμπορεύματα.

    3. πλθ. -ы εκλογές• αρχαιρεσίες•

    парламентские -ы βουλευτικές εκλογές.

    εκφρ.
    без -а – χωρίς εκλογή•
    на выбор – κατ’ εκλογή, κατ’ αρέσκεια•
    по -уβλ. προηγούμενη έκφραση.

    Большой русско-греческий словарь > выбор

  • 6 любовь

    -бви, οργ. -вью θ.
    1. ιστοργή, αγάπη•

    материнская любовь μητρική στοργή•

    любовь к родине αγάπη προς την πατρίδα.

    2. έρωτας•

    жениться по -ви παντρεύομαι με έρωτα•

    первая любовь η πρώτη αγάπη.

    || αρέσκεια• πόθος•

    любовь к искусству αγάπη προς την Τέχνη•

    любовь к приключениям πόθος για περιπέτειες.

    Большой русско-греческий словарь > любовь

  • 7 мой

    моего α., моя, моей θ., моё, моего ουδ., πλθ. мой, моих.
    1. (αντων. κτητική)• δικός μου, μου•

    мой дом το σπίτι μου•

    моя родина η πατρίδα μου•

    моё поле το χωράφι μου•

    мой вещи τα πράγματα μου.

    2. ουσ. ουδ. моё δικό μου.
    3. ουσ. πλθ. мой οι συγγενείς, οι δικοί μου. || ουσ. мой, моя• ο σύζυγος μου, η σύζυγος μου.
    εκφρ.
    α) όπως θέλω εγώ, κατά την αρέσκεια μου, όπως μου γουστάρει κατά το δικό μου τρόπο•
    β) κατά τη γνώμη μου, κατ εμένα, όπως εγώ νομίζω•
    с моё – τόσο όσο εγώ• έτσι όπως εγώ•
    (это) не по моей части – δεν είναι δική μου δουλεία η αρμοδιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > мой

  • 8 чванливость

    θ.
    τάση, αρέσκεια για υπερηφάνεια, για καυχησιολογία.

    Большой русско-греческий словарь > чванливость

  • 9 zevk

    1. απόλαυση, κέφι, αναγάλλιασμα, ψυχαγωγία
    2. απόλαυση, αρέσκεια, τέρψη

    Türkçe-Yunanca Sözlük > zevk

  • 10 pleasure

    1) αρέσκεια
    2) ευχαρίστηση
    3) ηδονή

    English-Greek new dictionary > pleasure

  • 11 satisfaction

    1) αρέσκεια
    2) ικανοποίηση

    English-Greek new dictionary > satisfaction

См. также в других словарях:

  • ἀρεσκείᾳ — ἀρεσκείᾱͅ , ἀρέσκεια obsequiousness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀρεσκείᾱͅ , ἀρεσκεία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρέσκεια — obsequiousness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρέσκεια — η (AM ἀρέσκεια) ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προτίμηση αρχ. 1. το να προσπαθεί κάποιος να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, η δουλοπρέπεια 2. κάθε τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον 3. (με καλή σημασία) η καλή, η αρμόζουσα, η ηθική συμπεριφορά 4. αἱ… …   Dictionary of Greek

  • ἀρεσκείας — ἀρεσκείᾱς , ἀρέσκεια obsequiousness fem acc pl ἀρεσκείᾱς , ἀρέσκεια obsequiousness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀρεσκείᾱς , ἀρεσκεία fem acc pl ἀρεσκείᾱς , ἀρεσκεία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεσκείαις — ἀρέσκεια obsequiousness fem dat pl ἀρεσκεία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεσκείαν — ἀρεσκείᾱν , ἀρεσκεία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρέσκειαι — ἀρέσκεια obsequiousness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρέσκειαν — ἀρέσκεια obsequiousness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαρέσκεια — ἡ, Μ προσποιητή φιλοφροσύνη, κολακεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + αρέσκεια (< άρεσκος < ἀρέσκω), πρβλ. φιλ αρέσκεια] …   Dictionary of Greek

  • AMBITIO — apud Solin. c. 25. ubi de Britannia, Navig ant autem vimineis alveis, quos circumdant ambitione tergorum bubulorum: est ἡ περιβολὴ. Uti apud Tertullianum de Pallio, Cum latioris purpurae ambitro et Galatici ruboris superiectio Saturnum commendat …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρεσκος — ἄρεσκος, ο, η (AM) 1. ευχάριστος στους τρόπους 2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως αρχ. αρεσκεύομαι. ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος αρχ. ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»