-
1 ἀρωγός
ἀρωγός, όν, beistehend, schützend, hülfreich, τινί, z. B. ϑάλος ἀρ. δόμοις Pind. Ol. 2, 49; βέλεα ἀρ. Soph O. R. 206; neutr., Aesch. Prom. 999; Eum. 464; Soph. El. 454; γένος ναΐας τέχνας ἀρ., behülflich bei, Ai. 850; die Flasche heißt δίψας ἀρωγός Antiphan. Poll. 10, 73. Häufiger subst., Helfer, Beistand; so immer Hom., Iliad. 4, 235. 8, 205. 18, 502. 21, 371. 428 Od. 18, 232. Seltener in Prosa, ταῖς ϑριξίν Plat. Prot. 534 b.
-
2 αρωγός
-
3 ἀρωγός
-
4 ἀρωγός
ἀρωγός, όν, beistehend, schützend, hilfreich; die Flasche heißt δίψας ἀρωγός; subst., Helfer, Beistand -
5 αρωγος
I21) помогающий, защищающий, благоприятный, спасительный(τινι Pind., Aesch., τινος Aesch., Soph., Luc., ἐπί τινι Hom. и πρός τι Thuc.)
2) полезный, целебный(τινι Plat.)
IIὅ помощник, заступник(Δαναοῖσιν Hom.)
-
6 ἀρωγός
1 succouring c. dat.ΘέρσανδροςἈδραστιδᾶν θάλος ἀρωγὸν δόμοις O. 2.45
-
7 ἀρωγός
A aiding, succouring, propitious,τινί Pi.O.2.49
, A.Eu. 289: abs., Id.Pr. 997, S.OT 206 (lyr.):—rare in Prose, beneficial, medically, Hp.Aër.10;ἔλαιον.. ταῖς θριξὶ ἀ. Pl.Prt. 334b
.2 c. gen., serviceable, useful towards a thing,ἀρωγὰ τῆς δίκης ὁρκώματα A.Eu. 486
; γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας serviceable in sea-craft, S.Aj. 357; δίψους ἀ. against thirst, Antiph.150;πόνων Luc.Trag.54
: with Preps.,ἐπὶ ψευδέσσι Il.4.235
;πρός τι Th.7.62
: and c. dat.,ῥίζας ἐχίεσσιν ἀ.
serviceable against,Nic.
Th. 636.II as Subst., helper, esp. in battle,ὅσοι Δαναοῖσιν ἀρωγοί Il.8.205
, etc.; also, defender before a tribunal, advocate, ib.18.502;ἀρωγοὺς ξυνδίκους θ' ἥξω λαβών A.Supp. 726
. -
8 ἀρωγός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀρωγός
-
9 αρωγός
η, όν помогающий, поддерживающий;έρχομαι αρωγός — приходить на помощь
-
10 αρωγός
yardım eden, destekleyen -
11 συν-αρωγός
συν-αρωγός, mit helfend, Gehülfe; H. h. 7, 4; Philp. 21 (VI, 259).
-
12 ἐπ-αρωγός
ἐπ-αρωγός, ὁ, Helfer, Beistand, Od. 11, 498; Eur. Hec. 165 u. sp. D., wie bei Luc. Alex. 40; ἀέϑλων Ap. Rh. 1, 32; – neutr. τὸ ζωᾶς ἐπαρωγόν Antip. 27 (VI, 219).
-
13 αρωγη
дор. ἀρωγά (ᾰρ) ἥ1) (реже pl.) помощь, защита Aesch., Soph.μήδ΄ ἐπ΄ ἀρωγῇ Hom. — не в виде покровительства, т.е. беспристрастно -
14 αρωγόν
-
15 ἀρωγόν
-
16 πρό-φρων
πρό-φρων, ον, eigtl. mit vorgeneigter Seele, propenso animo, also geneigt, gewogen, wohlwollend; καί μοι ὄμοσσον ἦ μέν μοι πρόφρων ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν, Il. 1, 77; οὐδέ τί πώ μοι πρόφρων τέτληκας εἰπεῖν ἔπος, 543, u. öfter; ὅτε πρόφρων Δαναοῖσιν ἄμ υνεν, 14, 71; οὔ νύ τι ϑυμῷ πρόφρονι μυϑέομαι, ich rede nicht von ganzem Herzen, mit voller Ueberzeugung oder parteiisch für die Trojaner, 8, 40, vgl. 10, 244; εἰ δὴ πρόφρονι ϑυμῷ Ὀλύμπιος αὐτὸς ἀνώγει, Il. 24, 140; in welchen Verbindungen Andere erkl. »mit festem Willen, mit unabänderlichem Vorsatz« oder »auf seinem Willen bestehend«; überall ist aber ein gemüthliches Geneigtsein dabei zu denken; ironisch ist die Vrbdg Od. 14, 406: πρόφρων κεν δὴ ἔπειτα Δία Κρονίωνα λιτοίμην, dann könnte ich wohl aus vollem Herzen, freudig zu Zeus beten! d. i. ich könnte es nimmermehr. – So auch adv. προφρόνως, ep. προφρονέως, z. B. μάχεσϑαι Il. 5, 810, τῖεν 6, 173, ῥύοισϑε 17, 224. – Pind. πρόφρων ἄμβασε στρατόν, P. 4, 191; δέξεται πρόφρων, 9, 56; σύμμαχος, I. 5, 28; προφρόνως ἐφίλασε, P. 2, 16; ἀντέχομαι, N. 1, 33; καί σ' ἐπ οπτεύων πρόφρων ϑεὸς φυλάσσοι, Aesch. Ch. 1063; κλῠϑί μου πρόφρονι καρδίᾳ, Suppl. 344, u. öfter im adv. z. B. πέμπετ' ἀρωγὴν παισὶν προφρόνως ἐπὶ νίκην, Ch. 471; Suppl. 1; γενοῦ πρόφρων ἡμῖν ἀρωγός, Soph. El. 4372; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 802. 3, 1188 u. in der Anth.
-
17 δολιοπους
-
18 επαρωγος
-
19 συναρωγος
-
20 αρωγοίς
См. также в других словарях:
ἀρωγός — aiding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρωγός — ή, ό (AM ἀρωγός, όν) [αρήγω] ο βοηθός, αυτός που συντρέχει αρχ. 1. ο χρήσιμος, ο ωφέλιμος 2. ως ουσ. βοηθός στη μάχη ή συνήγορος στο δικαστήριο … Dictionary of Greek
αρωγός, -ός, -ό — βοηθός, προστάτης: Στις προσπάθειές του αυτές αρωγός στάθηκε ο θείος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρωγόν — ἀρωγός aiding masc/fem acc sg ἀρωγός aiding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγοῖς — ἀρωγός aiding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγοί — ἀρωγός aiding masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγοῦ — ἀρωγός aiding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγούς — ἀρωγός aiding masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγέ — ἀρωγός aiding masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγῷ — ἀρωγός aiding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοηδρόμιος — και Βοηδρόμος, ο (Α) 1. επίκουρος, αρωγός 2. επίκληση του Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Βοηδρόμος < βοή + δρόμος σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθός* και ο τ. Βοηδρόμιος < βοηδρομώ] … Dictionary of Greek