Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρωγός

См. также в других словарях:

  • ἀρωγός — aiding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρωγός — ή, ό (AM ἀρωγός, όν) [αρήγω] ο βοηθός, αυτός που συντρέχει αρχ. 1. ο χρήσιμος, ο ωφέλιμος 2. ως ουσ. βοηθός στη μάχη ή συνήγορος στο δικαστήριο …   Dictionary of Greek

  • αρωγός, -ός, -ό — βοηθός, προστάτης: Στις προσπάθειές του αυτές αρωγός στάθηκε ο θείος του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρωγόν — ἀρωγός aiding masc/fem acc sg ἀρωγός aiding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγοῖς — ἀρωγός aiding masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγοί — ἀρωγός aiding masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγοῦ — ἀρωγός aiding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγούς — ἀρωγός aiding masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγέ — ἀρωγός aiding masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγῷ — ἀρωγός aiding masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοηδρόμιος — και Βοηδρόμος, ο (Α) 1. επίκουρος, αρωγός 2. επίκληση του Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Βοηδρόμος < βοή + δρόμος σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθός* και ο τ. Βοηδρόμιος < βοηδρομώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»