-
1 αρωγός
yardım eden, destekleyen
См. также в других словарях:
ἀρωγός — aiding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρωγός — ή, ό (AM ἀρωγός, όν) [αρήγω] ο βοηθός, αυτός που συντρέχει αρχ. 1. ο χρήσιμος, ο ωφέλιμος 2. ως ουσ. βοηθός στη μάχη ή συνήγορος στο δικαστήριο … Dictionary of Greek
αρωγός, -ός, -ό — βοηθός, προστάτης: Στις προσπάθειές του αυτές αρωγός στάθηκε ο θείος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρωγόν — ἀρωγός aiding masc/fem acc sg ἀρωγός aiding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγοῖς — ἀρωγός aiding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγοί — ἀρωγός aiding masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγοῦ — ἀρωγός aiding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγούς — ἀρωγός aiding masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγέ — ἀρωγός aiding masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγῷ — ἀρωγός aiding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοηδρόμιος — και Βοηδρόμος, ο (Α) 1. επίκουρος, αρωγός 2. επίκληση του Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Βοηδρόμος < βοή + δρόμος σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθός* και ο τ. Βοηδρόμιος < βοηδρομώ] … Dictionary of Greek