-
1 προληπτικος
-
2 προληπτικός
προληπτικόςanticipative: masc nom sg -
3 προληπτικός
[пролиптикос] εκ. предупредительный, предотвращающий, предубежденный, суеверный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προληπτικός
-
4 προληπτικός
[пролиптикос] επ предупредительный, предотвращающий, предубежденный, суеверный. -
5 προληπτικός
A anticipative,κίνησις Plu. 2.427e
;σχῆμα Anon.Fig.p.158
S.; χρόνος π. τοῦ ἀποτελέσματος Vett. Val.244.31. Adv. - κῶς Sch.Ar.Av.35, A.D.Pron.10.22: [comp] Comp. - ώτερον prematurely, ib.47.10.II Medic., of intermittent fevers, coming before the time, Gal.7.359. Adv. - κῶς ib.361.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προληπτικός
-
6 προληπτικός
προ-ληπτικός, ή, όν, voraus od. vorweg nehmend, vorgreifend -
7 προληπτικός
önleyici, koruyucu -
8 προληπτικός
superstitieux -
9 προληπτικός
1) przesądny przym.2) zabobonny przym. -
10 προληπτικός
pověrčivý -
11 προληπτικός
1) precautionary2) superstitiousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προληπτικός
-
12 pověrčivý
προληπτικός -
13 precautionary
προληπτικός -
14 przesądny
προληπτικός -
15 zabobonny
προληπτικός -
16 προληπτικά
προληπτικόςanticipative: neut nom /voc /acc plπροληπτικά̱, προληπτικόςanticipative: fem nom /voc /acc dualπροληπτικά̱, προληπτικόςanticipative: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
17 προληπτικώτερον
προληπτικόςanticipative: adverbial compπροληπτικόςanticipative: masc acc comp sgπροληπτικόςanticipative: neut nom /voc /acc comp sg -
18 προληπτικόν
προληπτικόςanticipative: masc acc sgπροληπτικόςanticipative: neut nom /voc /acc sg -
19 превентивный
προληπτικός, αποτρεπτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > превентивный
-
20 профилактический
προληπτικός, προφυλακτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профилактический
См. также в других словарях:
προληπτικός — anticipative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικός — ή, ό / προληπτικός, ή, όν, ΝΑ [προλαμβάνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόληψη νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί κάτι (α. «πήραν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική… … Dictionary of Greek
προληπτικός — ή, ό 1. αυτός που προλαβαίνει κάτι ή που εκφράζει, δηλώνει το αποτέλεσμα της πράξης: Προληπτικά μέτρα. – Προληπτικό κατηγορούμενο. 2. αυτός που έχει προλήψεις, δεισιδαίμονας: Την Τρίτη δεν εργάζεται, γιατί είναι προληπτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προληπτικά — προληπτικός anticipative neut nom/voc/acc pl προληπτικά̱ , προληπτικός anticipative fem nom/voc/acc dual προληπτικά̱ , προληπτικός anticipative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικώτερον — προληπτικός anticipative adverbial comp προληπτικός anticipative masc acc comp sg προληπτικός anticipative neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικόν — προληπτικός anticipative masc acc sg προληπτικός anticipative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικοί — προληπτικός anticipative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικούς — προληπτικός anticipative masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτική — προληπτικός anticipative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικήν — προληπτικός anticipative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προληπτικῶς — προληπτικός anticipative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)