-
1 αρτάβης
-
2 ἀρτάβης
-
3 πολιτεύω
A- σω Th.1.19
, X.HG2.3.2:— to be a citizen or freeman, live in a free state, Th.2.46, 3.34,4.114, X.An.3.2.26;οἴκοι π. SIG306.21
(Tegea, iv B. C.);π. παρά τισι X.HG1.5.19
; πεπολιτευκὼρ πὰρ ἁμέ, = μετοικῶν, Schwyzer 425.5 (Elis, iii/ii B.C.); κατὰ νόμους π., opp. monarchy, Plb.4.76.2: more freq. in [voice] Med., v. infr.2 have a certain form of government, administer the state,κατ' ὀλιγαρχίαν π. Th.1.19
, 3.62;π. ὥσπερ εἰώθεσαν Id.4.130
;κατὰ τὰ ἴδια κέρδη π. Id.2.65
;πρὸς τὸ ἴδιον κέρδος X.HG1.4.13
;ἐλευθέρως τὰ πρὸς τὸ κοινὸν π. Th.2.37
:—[voice] Pass., of the state, to be governed,τὰς εὖ -ευομένας πόλεις Isoc.6.35
, cf. Pl.R. 427a, etc.;ἄνευ ὁμονοίας οὔτ' ἂν πόλις εὖ -ευθείη X. Mem.4.4.16
; τὰ πεπολιτευμένα αὐτοῖς the measures of their administration, D.1.28;τὰ κοινῇ πεπ. Id.18.8
, cf. Isoc.16.45, etc.b [voice] Pass., in Law, to be customary,τὸ μέχρι νῦν -ευόμενον Just.Nov.73.8.2
, cf. 52 Praef.; ἡ -ευομένη τῆς ἀρτάβης (sc. τιμή) customary price, PGiss. 105.7 (v A.D.).3 [voice] Pass., to be made a citizen,τοὺς ἐπὶ Τέλωνος πολιτευθέντας D.S.11.72
.B most freq. in [voice] Med., [tense] fut.πολιτεύσομαι Ar.Eq. 1365
, X.Ath. 3.9: [tense] aor.ἐπολιτευσάμην And.2.10
, D.18.207; also [voice] Pass.ἐπολιτεύθην Th.6.92
, Lys.26.5, ([etym.] ἐν-) Isoc.5.5, etc.: [tense] pf.πεπολίτευμαι Lys.25.10
, D.13.35, etc.:—like the [voice] Act., live as a free citizen, chiefly in Prose (once in E. (v. infr.), twice in Ar. (v. infr.));π. μεθ' ὑμῶν And.
l. c.;ἐν δημοκρατίᾳ X.Cyr.1.1.1
, etc.; ; opp. μετοικέω, Lys.12.20;ἐν εἰρήνῃ X.HG2.4.22
;ἀδίκως πρὸς τοὺς ἄλλους π. Lys.14.42
;εἰ πένης.. λαὸς πολιτεύοιτο πλουσίων ἄτερ E.Fr.21
.II take part in the government, Critias 45 D., Th.2.15 (as v.l.), Nausiph.2, Hyp.Eux.27, D.18.18; meddle with politics, Pl.R. 561d; opp. ἰδιωτεύειν, Aeschin.1.195; hold public office, show public spirit, IG4.858 (Methana, cf. Glotta14.78), SIG850.14 (Epist. Antonini Pii), etc.2 c. acc., administer, govern, ;τὰ καθ' αὑτοὺς πολιτεύεσθαι D.10.74
;ἃ καὶ πεποίηκα καὶ πεπολίτευμαι Id.18.4
; οὐ τὰ βέλτιστα π. ib.207; π. πόλεμον ἐκ πολέμου make perpetual war the principle of government, Aeschin.2.177: abs., conduct the government, Ar.Eq. 1365;κατὰ συμμορίας D. 2.29
;διὰ τοὺς ἀδίκως -ομένους ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ δημοκρατία γίγνεται Lys.25.27
; ; οἱ πολιτευόμενοι the ministers, Id.3.30, 24.157.III have a certain form of government,τοὺς ἄριστα τῶν ἄλλων πολιτευομένους Isoc.3.24
;ἡμῶν ἐγγὺς π. Pl.R. 568b
; κατὰ τὰ πάτρια π. Decr. ap. And.1.83; οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι, i. e. those living in an oligarchy or a tyranny, Aeschin.1.5.IV serve as curialis, Mitteis Chr. 97i18 (iv A. D.), PLips. 62i2 (iv A. D.), POxy.2106.19 (iv A.D.), etc.V in Law, execute according to custom,διαθήκας Just.Nou.66.1
Intr.VI deal with, in private affairs,ἀλλήλοις PHib.1.63.11
(iii B. C.);πρὸς [τοὺς θεοὺς] ὁσίως καὶ δικαίως UPZ144.14
, cf. 110.78 (ii B.C.), LXX 2 Ma.11.25, Aristeas 31, Act.Ap.23.1;π. πᾶσαν πολιτείαν κατὰ τὸν ἰουδαϊσμόν BCH56.293
(Stobi, i/ii A. D.); behave, Ep.Phil.1.27.b metaph., arrange, bring about, συνοδίαν, γάμον, Charito 1.1, 2.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολιτεύω
См. также в других словарях:
ἀρτάβης — ἀρτάβη artaba fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίφι — (I) ἶφι (Α) (επικ. επίρρ. στον Όμ. μόνο με τα ρ. ἀνάσσειν, μάχεσθαι, δαμνῆναι) 1. ισχυρά, κραταιά (α. «ἶφι ἀνάσσειν», Ομ. Ιλ. β. «ἴφι μάχεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. συχνά ως α συνθετικό κύριων ον. (Ἰφιάνασσα, Ἰφιγένεια, Ἰφιγόνη, Ἰφιδάμας, Ἴφικλος,… … Dictionary of Greek
ημιαρτάβιον — ἡμιαρτάβιον, το (Α) [ημιάρταβος] πάπ. το ήμισυ τής αρτάβης* … Dictionary of Greek
μάτη — μάτη, ἡ (Α) 1. μάταιος κόπος, ανοησία, σφάλμα («μάτας εἰπών», Στησίχ.) 2. (ως μέτρο) το 1/2 τής αρτάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mā t και συνδέεται με σλαβ. mat am, mat ać «στρίβω … Dictionary of Greek
μονάρταβος — μονάρταβος, ον (Α) αυτός που φορολογείται με φόρο μιας αρτάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἀρτάβη «περσικό μέτρο χωρητικότητας»] … Dictionary of Greek
μοναρταβία — μοναρταβία, ἡ (Α) [μονάρταβος] φόρος μιας αρτάβης … Dictionary of Greek
τριημιαρτάβιον — τὸ, Α το ένα και μισό τής αρτάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + ἀρτάβη «περσικό μέτρο χωρητικότητας»] … Dictionary of Greek
τριμάτιον — τὸ, Α είδος μέτρου που περιείχε τρία μάτια, το 1/15 τής αρτάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μάτιον «αιγυπτιακό μέτρο χωρητικότητας»] … Dictionary of Greek