Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀρτι-επής

См. также в других словарях:

  • αρτιεπής — ἀρτιεπής, ές (Α) 1. αυτός που έχει ευχέρεια στον λόγο 2. αυτός που απαντά πρόθυμα, αμέσως 3. ο σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + επής < έπος (πρβλ. ηδυεπής, καλλιεπής)] …   Dictionary of Greek

  • συνέπεια — η, ΝΜΑ νεοελλ. 1. επακολούθημα, αποτέλεσμα, απόρροια, επίπτωση (α. «η έντονη κούραση είναι συνέπεια τής αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η συμπεριφορά του δεν είχε συνέπειες στη βαθμολογία του») 2. λογική ακολουθία 3. το να είναι κανείς πιστός στον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»